Κύπρος: νησί του πάθους και των μαρτυρίων

0 out of 5

0.00

Διαθεσιμότητα: Εξαντλημένο Κωδικός Προϊόντος: 9789605033958

Συγγραφέας: Συλλογικό Έργο

Ημερ. Έκδοσης: 01/06/2013

Σειρές: Τα Νέα

Συγγραφεας: Κανελλόπουλος Κ. Παναγιώτης, Καζαντζάκης Νίκος, Ουράνης Κώστας, Καρούζος Νίκος, Σικελιανός Άγγελος, Πλωρίτης Μάριος, Πρεβελάκης Παντελής, Γκρίτση - Μιλλιέξ Τατιάνα, Βαφόπουλος Θ. Γεώργιος
Σειρές: Τα Νέα
ISBN: 978-960-503-395-8

Αριθμός Σελίδων : 190

Διαστάσεις : 21 x 14 cm

Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο

Τόπος Έκδοσης : Αθήνα

Κανελλόπουλος Κ. Παναγιώτης

Παναγιώτης Κ. Κανελλόπουλος (1902-1986). Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα, γιος του φαρμακοποιού Κανέλλου Κανελλόπουλου και της Αμαλίας Γούναρη. Είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό τον Αναστάσιο και μια μικρότερη αδερφή τη Μαρία. Φοίτησε στο α’ Γυμνάσιο Πατρών και σπούδασε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών (1919-1920), τη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης (1920-1923, οπότε αναγορεύτηκε διδάκτωρ του Δικαίου) και τη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου του Μονάχου (1923). Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και απολύθηκε ένα χρόνο αργότερα με το βαθμό του τυφεκιοφόρου. Διετέλεσε μέλος της Εταιρείας Κοινωνικών Επιστημών (το 1925 μετά από δημοσίευση της πρώτης κοινωνιολογικής του πραγματείας στο Αρχείο των Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών του Δ.Καλλιτσουνάκη και με πρόταση του τελευταίου, του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και του Αριστοτέλη Σιδέρη), γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας στην οικουμενική κυβέρνηση του Αλεξάνδρου Ζαΐμη (1926), υφηγητής (1929) και καθηγητής (1933) Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1929 πήρε μέρος (από κοινού με τους Κων/νο Τσάτσο και Μ.Τσαμαδό) στην ίδρυση και σύνταξη του περιοδικού Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών. Το 1935 παντρεύτηκε τη Θεανώ Πουλικάκου. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σειρά άρθρων υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας στην εφημερίδα Ακρόπολις, απομακρύνθηκε από το πανεπιστήμιο μετά από άρνησή του να ορκιστεί πίστη στο βασιλιά και ίδρυσε το Εθνικόν Ενωτικόν Κόμμα, με το οποίο εισηγήθηκε την υπερνίκηση του εθνικού διχασμού και πήρε μέρος στις εκλογές του 1926 χωρίς επιτυχία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά συνελήφθη και εξορίστηκε στην Κύθνο, τη Θάσο και την Κάρυστο, ως το 1940. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου κατατάχτηκε εθελοντικά και υπηρέτησε στην πρώτη γραμμή (Πόγραδετς - Κορυτσά). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής διώχτηκε για αντιστασιακή δράση και κατέφυγε στην Ερυθραία της Μικράς Ασίας. Διετέλεσε αντιπρόεδρος και υπουργός εθνικής άμυνας της εξόριστης κυβέρνησης Τσουδερού, θέση από την οποία αγωνίστηκε υπέρ του ελληνικού αγώνα. Πήρε μέρος στο διεθνές συνέδριο του Λίβανο (1944) και υπήρξε υπουργός στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ανέλαβε γενναίες πρωτοβουλίες για την αποσόβηση των σφαγών. Ως το 1967 συνέχισε την πολιτική του δραστηριότητα καταλαμβάνοντας υπουργικά και βουλευτικά αξιώματα σε πολλές κυβερνήσεις, ενώ διετέλεσε και πρωθυπουργός της χώρας από την 1η ως τις 22 Νοεμβρίου του 1945. Αρχηγός της Ελληνικής αντιπροσωπείας στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. την περίοδο Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου 1950 και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1959, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος υπέγραψε ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης τη συμφωνία ένταξης της χώρας στην Ε.Ο.Κ. τον Ιούλιο του 1961. Υπήρξε επίσης αρχηγός του κόμματος της Ε.Ρ.Ε. και λίγο πριν την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου σχημάτισε κυβέρνηση με στόχο τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας εναντιώθηκε στο καθεστώς των συνταγματαρχών . Στην πολιτική επέστρεψε ως ανεξάρτητος βουλευτής του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας το 1977 και το 1981 και με το κύρος του επιβλήθηκε ως υπερκομματικά αξιοσέβαστο πρόσωπο. Στο χώρο των γραμμάτων είναι γνωστός κυρίως για το πολύτομο ιστορικό έργο του Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, ενώ ασχολήθηκε επίσης με τη φιλοσοφία και το κοινωνιολογικό και επιστημονικό δοκίμιο. Τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (1957 για το Γεννήθηκα στο 1402) και το Μετάλλιο Γκαίτε (1982) και το 1979 εκλέχτηκε ξένος εταίρος της Βουλγαρικής Ακαδημίας των Επιστημών. Εξέδωσε και δημοσίευσε μελέτες στο εξωτερικό (κυρίως στη Γερμανία) και έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά. Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα από καρδιακή ανακοπή. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1918 με δημοσίευση ποιήματός του στο Νουμά. Το 1920 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Ρυθμοί στα κύματα. Ως το 1955 εξέδωσε τρεις ακόμη συλλογές. Εκτός από την ποίηση ασχολήθηκε με την πεζογραφία (εξέδωσε στο Μόναχο το μυθιστόρημα Η λυτρωμένη από το σόι που χάθηκε) και τη θεατρική γραφή (με το ιστορικό δράμα Όλιβερ Κρόμβελ). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου βλ. Δεσποτόπουλος Κ.Ι., «Κανελλόπουλος Παναγιώτης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Χατζηφώτης Ι.Μ., «Κανελλόπουλος Παναγιώτης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και «Βιοχρονολόγιο-Εργογραφία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου», Νέα Εστία 140, Χριστούγεννα 1996, αρ.1667, σ.3-11. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Καζαντζάκης Νίκος

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957). Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, πρωτότοκος γιος του εμποροκτηματία Μιχάλη Καζαντζάκη. Είχε δυο αδερφές. Τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια ως το 1902, οπότε τέλειωσε το Γυμνάσιο, τα πέρασε στο Ηράκλειο με ενδιάμεσα σύντομα διαστήματα παραμονής στον Πειραιά (το 1889 - έναρξη της Κρητικής Επανάστασης- για έξι μήνες) και τη Νάξο (1897-1899 - ο Καζαντζάκης φοίτησε στην εκεί Γαλλική Εμπορική Σχολή). Το 1902 έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, από όπου αποφοίτησε το 1906 με άριστα. Το 1906 σημειώθηκαν και οι πρώτες δημοσιεύσεις κειμένων του στο περιοδικό "Πινακοθήκη" με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβανή, με το οποίο εξέδωσε και το πρώτο βιβλίο του "Όφις και κρίνο", αφιερωμένο στη Γαλάτεια Αλεξίου. Τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Μασονική Στοά Αθηνών και έφυγε για σπουδές νομικής στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε και μαθήματα φιλοσοφίας με τον Ανρί Μπεργκσόν. Από το 1907 ως το 1909 έγραψε τα πρώτα θεατρικά του έργα (ανάμεσά τους τα "Ξημερώνει" [έπαινος στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα] , "Φασγά", "Ο πρωτομάστορας" [ βραβείο στο Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα] ,το μυθιστόρημα "Σπασμένες ψυχές", καθώς επίσης μελετήματα και δοκίμια, όλα δημοσιευμένα σε περιοδικά της εποχής ("Νουμάς", "Παναθήναια"). Το 1909 εξέδωσε στο Ηράκλειο την εναίσιμη επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο "Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας". Το 1910 εγκαταστάθηκε με τη Γαλάτεια στην Αθήνα την οποία παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο στο Ηράκλειο και πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ως το 1915 ασχολήθηκε με τη μετάφραση έργων των Μπεργκσόν, Πλάτωνα, Νίτσε, Μπύχνερ, Ντάρβιν και άλλων, στρατεύτηκε εθελοντικά στους βαλκανικούς πολέμους και υπηρέτησε στο γραφείο του Βενιζέλου, έγραψε πέντε αναγνωστικά για το δημοτικό σχολείο με τη Γαλάτεια Αλεξίου (η οποία και τα υπέγραφε) και γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό με τον οποίο ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος. Το καλοκαίρι του 1907 προσπάθησε χωρίς επιτυχία να αξιοποιήσει ένα λιγνιτωρυχείο στη Μάνη μαζί με το μεταλλωρύχο Γιώργη Ζορμπά και το φθινόπωρο ταξίδεψε στην Ελβετία, όπου είχε ερωτικό δεσμό με την Ελένη Λαμπρίδου. Το 1919 ανέλαβε δράση υπέρ του επαναπατρισμού των Ελλήνων του Καυκάσου από τη θέση του γενικού διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως και συναντήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο Παρίσι. Τα τρία επόμενα χρόνια ταξίδεψε ανά την Ευρώπη και την Ελλάδα. Πήρε μέρος στο Συνέδριο των Αναμορφωτών της Παιδείας στο Βερολίνο και στο Συνέδριο Σεξουαλικής Παιδαγωγικής στη Δρέσδη, μελέτησε έργα του Φρόυντ, γνωρίστηκε με το Λεό Σεστώβ και έγραψε την Ασκητική. Το 1924, επιστρέφοντας στην Ελλάδα ταξίδεψε στην Ιταλία και γνωρίστηκε στην Αθήνα με την Ελένη Σαμίου. Από τον Οκτώβριο του 1925 ως το Φεβρουάριο του 1926 έμεινε στη Ρωσία ως απεσταλμένος της εφημερίδας "Ελεύθερος Λόγος". Ακολούθησαν δυο ακόμη ταξίδια του στη Ρωσία, ένα στα τέλη του 1927 μετά από πρόσκληση της Σοβιετικής Κυβέρνησης και ένα από τον Απρίλη του 1928 ως τον Απρίλη του 1929, ενώ με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα επισκέφτηκε επίσης την Ιταλία και την Ισπανία (1926, 1932-1933, 1936-1937, 1950), την Αίγυπτο και το Σινά (1927). Το 1926 πήρε διαζύγιο από τη Γαλάτεια και ταξίδεψε με την Ελένη στην Παλαιστίνη και την Κύπρο. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στο περιοδικό "Αναγέννηση" το πρώτο δείγμα από την "Οδύσσεια", που ολοκλήρωσε σε πρώτη γραφή το 1927 στην Αίγινα και εξέδωσε μόλις το Δεκέμβρη του 1938, μετά από εφτά συνολικά γραφές. Το 1928 διώχτηκε δικαστικά με αφορμή τη διοργάνωση συγκέντρωσης για τη Σοβιετική Ένωση μαζί με τον ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι στο αθηναϊκό θέατρο Αλάμπρα και κατά τη διάρκεια του καλοκαιρινού ταξιδιού του στη Ρωσία συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Τον ίδιο χρόνο έγινε γνωστός στη Γαλλία μέσα από ένα άρθρο του Ιστράτι στο περιοδικό "Monde" . Η σχέση του Καζαντζάκη με τον Ιστράτι διακόπηκε το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου στη Σοβιετική Ένωση. Συνέχισε να ταξιδεύει με την Ελένη στη Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιαπωνία, την Κίνα και την Αγγλία με ενδιάμεσες επιστροφές στην Αίγινα (1943-1944) και την Αθήνα (1945 - ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση, υπέβαλε υποψηφιότητα στην Ακαδημία Αθηνών, διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη και παντρεύτηκε την Ελένη) και το 1946 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, αρχικά στο Παρίσι (λογοτεχνικός σύμβουλος στην έδρα της Ουνέσκο) και στη συνέχεια στην Αντίμπ, από όπου ταξίδεψε στην Ευρώπη. Τον ίδιο χρόνο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας από κοινού με τον Άγγελο Σικελιανό. Στο διάστημα 1928-1944 εξέδωσε μεταξύ άλλων έργων τα "Τόντα Ράμπα", "Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας", "Τερτσίνες", μια μετάφραση της "Θείας Κωμωδίας" του Δάντη και μια του "Φάουστ Α΄" του Γκαίτε, το "Βραχόκηπο", την τραγωδία "Μέλισσα", καθώς και αναμνήσεις από τα ταξίδια του. Στη Γαλλία έγραψε τις "Αδερφοφάδες" και τον "Καπετάν Μιχάλη" και το 1953 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται", το οποίο κίνησε τις αντιδράσεις της ελληνικής Εκκλησίας και του Βατικανού. Την ίδια χρονιά νοσηλεύτηκε στο Παρίσι λόγω ανωμαλίας της λέμφου. Το 1954 το μυθιστόρημα "Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" τιμήθηκε με το βραβείο του καλύτερου ξενόγλωσσου βιβλίου στη Γαλλία. Το 1955 ταξίδεψε στην Αλσατία και συναντήθηκε με τον Άλμπερτ Σβάιτσερ και στο Λουγκάνο. Εκεί ξεκίνησε να γράφει την "Αναφορά στο Γκρέκο", που εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Το καλοκαίρι του 1956 το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη παρέστησε με επιτυχία τη θεατρική διασκευή του "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται" και το 1957 προβλήθηκε στις Κάννες το, επίσης βασισμένο στο προηγούμενο έργο, φιλμ του Ζυλ Ντασσέν, "Εκείνος που πρέπει να πεθάνει". Ο Καζαντζάκης ήταν παρών στην πρεμιέρα. Το καλοκαίρι ταξίδεψε στην Κίνα και κατά την επιστροφή μέσω Ιαπωνίας εμβολιάστηκε με αποτέλεσμα να προσβληθεί από γάγγραινα. Νοσηλεύτηκε αρχικά στην Κοπεγχάγη και στη συνέχεια στο Φράιμπουργκ, όπου προσβλήθηκε από Ασιατική γρίπη και πέθανε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων χρόνων. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο και ενταφιάστηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, κοντά στο ενετικό κάστρο της πόλης. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα: Παντελής Πρεβελάκης, "Νίκος Καζαντζάκης· συμβολή στη χρονογραφία του βίου του", Αθήνα, 1960· Παντελής Πρεβελάκης,"Καζαντζάκης Νίκος", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 4, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985· "Νίκος Καζαντζάκης, Το χρονικό μιας δημιουργίας: ανέκδοτη αλληλογραφία Καζαντζάκη-Μαρτινού", επιμ. Γιώργος Ανεμογιάννης, έκδοση Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη, Κρήτη, 1986· Δημήτρης Πλάκας, "Χρονολόγιο Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957)", περιοδικό "Διαβάζω" τχ. 190, 27.4.1988, σ. 26-33· Αλέξης Ζήρας, "Νίκος Καζαντζάκης" στο "Η μεσοπολεμική πεζογραφία· από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)", τ. Δ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1992, σ. 126-171· Πάτροκλος Σταύρου, "Νίκος Καζαντζάκης 1883-1957", περιοδικό "Ελίτροχος", τχ. 15, Καλοκαίρι 1998, σ.9-19. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Ουράνης Κώστας

Κώστας Ουράνης (1890-1953). Ο Κώστας Ουράνης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νέαρχος. Ο πατέρας του Νικόλαος Νέαρχος καταγόταν από την Κυνουρία και η μητέρα του Αγελική το γένος Γιαννούση από το Λεωνίδιο Αρκαδίας, όπου ο Ουράνης πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη (Ροβέρτειος Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου). Το 1908 ήρθε στην Αθήνα και συνεργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα με την Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη, προτίμησε όμως την κοσμοπολίτικη ζωή, μπήκε στους κύκλους των μποέμ και προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύτηκε δυο χρόνια στην Ελβετία σε σανατόριο του Νταβός. Εκεί γνώρισε την πρώτη του γυναίκα Μανουέλα Σαντιάγκο από την Πορτογαλία, με την οποία χώρισε αργότερα και γύρω στο 1930 παντρεύτηκε την Ελένη Νεγρεπόντη, συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας, γνωστή με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος. Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισαβόνα και επέστρεψε τέσσερα χρόνια αργότερα στην Αθήνα, όπου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος (διευθυντής στον Ελεύθερο Λόγο, συνεργάτης στο Νουμά, τη Δάφνη, τον Καλλιτέχνη, τα Γράμματα (Αλεξάνδρειας), τη Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), τη Μούσα, το Ελεύθερο Βήμα, τον Ελεύθερο Λόγο, τον Εθνικό Κήρυκα της Αμερικής κ.α. ). Ταξίδεψε πολύ, όμως η κατάσταση της υγείας του που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ και επιδεινώθηκε μετά τη γερμανική κατοχή τον ανάγκασε να περιοριστεί στην Αθήνα. Πέθανε το 1953 από καρδιακή προσβολή στο σανατόριο Παπανικολάου. Η αγάπη του Κώστα Ουράνη για τη λογοτεχνία χρονολογείται από τη νεανική ηλικία του. Μαθητής ακόμα στη Ροβέρτειο Σχολή έγραψε ένα ποίημα για την καταστροφή της Αγχιάλου και το 1908 εμφανίστηκε στις στήλες του περιοδικού Ελλάς. Η επίσημη εμφάνιση του όμως στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1909, όταν δημοσίευσε τη νεανική ποιητική συλλογή του Σαν Όνειρα, την οποία αποκήρυξε αργότερα, θεωρώντας ως πρώτη δημιουργία του τη συλλογή Spleen, που τύπωσε το 1912. Ακολούθησαν οι Νοσταλγίες (1920) και οι Αποδημίες, ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες, και συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά μετά το θάνατο του ποιητή στην έκδοση Ποιήματα του 1953. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία (Αχιλλεύς Παράσχος), την ταξιδιωτική λογοτεχνία (Sol y sombra, Σινά, το θεοβάδιστον Όρος, Γλαυκοί δρόμοι , Ταξίδια στην Ελλάδα και άλλα), το χρονογράφημα, τη συνέντευξη, ενώ εξέδωσε επίσης την κριτική μελέτη Κάρολος Μπωντλαίρ (1918). Ο Ουράνης τοποθετείται ανάμεσα στους λεγόμενους παρακμιακούς ή νεορομαντικούς έλληνες ποιητές του Μεσοπολέμου (Καρυωτάκης, Άγρας, Λαπαθιώτης, Κλέων Παράσχος και άλλοι) και καθοριστική ήταν η επίδραση που δέχτηκε από το Μπωντλαίρ. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονες συμβολιστικές επιρροές με κυρίαρχο τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, το μελαγχολικό τόνο, το αίσθημα της ανεκπλήρωτης ευτυχίας, της νοσταλγίας, της πλήξης και τη διάθεση φυγής, η οποία όμως υπονομεύεται από μια ρεμβαστική νωχελικότητα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Ουράνη βλ. Άγρας Τέλλος, «Ουράνης Κώστας», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 19. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Αργυρίου Αλεξ., «Ουράνης Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, «Κώστας Ουράνης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.316-363. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Σταμέλος Δημήτρης, «Ουράνης Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη - Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Καρούζος Νίκος

Νίκος Καρούζος (1926-1990). Ο Νίκος Καρούζος του Δημήτρη και της Κωνσταντίνας, το γένος Πιτσάκη, γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος στρατευμένος στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, διώχτηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και εξορίστηκε μετά τη συνθηκολόγηση της Βάρκιζας. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερωμένου και δασκάλου. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ο Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη Μακρόνησο (1951), από όπου έφυγε τελικά το 1953 μετά από νευρικό κλονισμό. Παντρεύτηκε δύο φορές, το 1955 τη Μαρία Δαράκη, με την οποία έζησε λίγους μόλις μήνες και το 1963 τη Μαίρη Μεϊμαράκη, από την οποία χώρισε το 1980. Από το 1981 και ως το τέλος της ζωής του τον συντρόφεψε η Εύα Μπέη. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς ήδη από το 1941 είχε στραφεί στην ποίηση. Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του "Σίμων ο Κυρηναίος" στο περιοδικό "Ο Αιώνας μας". Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Η επιστροφή του Χριστού" εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές "Η έλαφος των άστρων", "Ο υπνόσακκος" και "Πενθήματα". Ακολούθησαν πολλές ακόμη συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του ως τη συγγραφή του τελευταίου του ποιητικού έργου "Αιώρηση", γραμμένου στις 29 Αυγούστου 1990 στο νοσοκομείο Υγεία, όπου ο ποιητής νοσηλευόταν τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά όπως "Νέα Εστία", "Αθηναϊκά Γράμματα", "Ευθύνη", "Σπείρα", "Τομές", "Η Λέξη". Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963), το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1963), το Α΄ Εθνικό Βραβείο Ποίησης, από κοινού με τους Τάκη Βαρβιτσιώτη και Μίλτο Σαχτούρη (1972) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νίκου Καρούζου βλ. Ι. Μ. Χατζηφώτης, "Καρούζος Ν.Δ.", στη "Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας", τ. 8, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. [1968], Αλέξανδρος Αργυρίου, "Νίκος Καρούζος", στο "Η ελληνική ποίηση· η πρώτη μεταπολεμική γενιά", Αθήνα, Σοκόλης, 1982, Αλέξης Ζήρας, "Καρούζος Νίκος", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 4, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Κωστής Παπακόγκος, "Αιχμάλωτος της ελευθερίας", περιοδικό "Η λέξη", τχ. 88-89, 10-11/1989, Ελισσάβετ Λαλουδάκη, "Νίκος Καρούζος (1926-1990): Χρονολόγιο", περιοδικό "Διαβάζω", τχ. 393, 2/1999 και Αλέξης Ζήρας, "Καρούζος, Νίκος" στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Σικελιανός Άγγελος

Άγγελος Σικελιανός (1884-1951). Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα, γιος του Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας το γένος Στεφανίση. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε κοντά στον πατέρα του. Στη Λευκάδα ολοκλήρωσε το Δημοτικό σχολείο, το Ελληνικό Σχολείο και το Γυμνάσιο. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του άρχισε η πρώτη ενασχόλησή του με την ποίηση. Το 1901 έφυγε για την Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Στην Αθήνα ήρθε σ' επαφή με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου όπου δούλεψε ως ηθοποιός. Το 1902 πραγματοποίησε τις πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, ανάμεσά τους ο Διόνυσος και τα Παναθήναια, ενώ ένα χρόνο αργότερα συνεργάστηκε με το Νουμά. Το 1904 ξεκίνησε την πορεία του προς μια πιο μεγαλόπνοη ποιητική γραφή μέσα από τις σελίδες του Ακρίτα και ένα χρόνο αργότερα έφυγε για τη Λιβύη, όπου έγραψε τον "Αλαφροΐσκιωτο", που εκδόθηκε το 1909 γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Το 1906 επέστρεψε στη Λευκάδα. Τότε άρχισε η συμβίωσή του με την Εύα Πάλμερ, την οποία είχε γνωρίσει το 1905 στο σπίτι της αδερφής του Πηνελόπης και παντρεύτηκε το 1907 στην Αμερική. Μετά το γάμο το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γνωρίστηκε με τους φιλολογικούς κύκλους. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε ο γιος τους Γλαύκος. Το 1910 ο Σικελιανός πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου και τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε το Δελφικό Ύμνο και έφυγε με τη σύζυγό του για το Παρίσι όπου παρακολούθησαν παράσταση αρχαίου δράματος από το ζεύγος Ντόνκαν. Τον ίδιο χρόνο πέθανε ο πατέρας του. Στις αρχές του 1912 επισκέφτηκε ξανά το Παρίσι. Τον ίδιο χρόνο στρατεύτηκε στους Βαλκανικούς πολέμους. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα το 1913 εξακολούθησε να δημοσιεύει ποιήματα στο Νουμά ως το Νοέμβριο του 1914, οπότε γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη, με τον οποίο συνδέθηκε με βαθιά φιλία, και αναχώρησε μαζί του για το Άγιο Όρος και για μια περιήγηση ανά την Ελλάδα. Μαζί με τον Καζαντζάκη τέθηκαν το 1915 με το μέρος του Βενιζέλου κατά τη ρήξη του έλληνα πολιτικού με το Παλάτι. Το 1917 πέθανε η αδερφή του Πηνελόπη. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου επισκέφτηκε την Πραστοβά της Μάνης μαζί με τον Καζαντζάκη και το 1919 την Ολυμπία και την Επίδαυρο. Το 1920 έμεινε με τη σύζυγό του στη Συκιά Κορινθίας και το 1921 έφυγε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Επέστρεψε στη Συκιά και την ίδια χρονιά στράφηκε προς μια ολοκληρωμένη σύλληψη της Δελφικής Ιδέας, υπό την επίδραση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, των επιπτώσεων του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και της έκρηξης της Ρωσικής Επανάστασης. Το καλοκαίρι του 1922 έφυγε για την Αγόριανη, όπου μελέτησε την πρακτική εφαρμογή της Δελφικής Ιδέας και πληροφορήθηκε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τον επόμενο χρόνο έδωσε είκοσι διαλέξεις στη Νομική Σχολή με θέμα τη έκφραση της ιδέας της παγκόσμιας ειρήνης και αδελφοσύνης ανά τους αιώνες. Το 1924 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στους Δελφούς όπου συνέχισαν την προεργασία για την υλοποίηση της Δελφικής Ιδέας. Στους Δελφούς τάφηκε η μητέρα του που πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Ο Σικελιανός είχε νωρίτερα προσκαλέσει διανοούμενους από όλο τον κόσμο στο μελλοντικό Διεθνές Κέντρο των Δελφών. Τον Ιούνιο απήγγειλε την Ωδή στο Βαλαωρίτη κατά τη διάρκεια του εορτασμού των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ποιητή στη Λευκάδα. Το Μάιο του 1927 εγκαινιάστηκαν οι Δελφικές γιορτές που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και είχαν απήχηση στο εξωτερικό. Δυο χρόνια αργότερα στην Ιόνιο Ανθολογία δημοσιεύτηκε άρθρο που πρότεινε το Σικελιανό για το βραβείο Νόμπελ και η Ακαδημία Αθηνών τίμησε το ζεύγος Σικελιανού για την αναβίωση των Δελφικών Εορτών. Το 1930 πραγματοποιήθηκαν οι δεύτερες Δελφικές Εορτές με την παρουσία πολιτικών παραγόντων και εξίσου μεγάλη επιτυχία με τις πρώτες. Κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων χρόνων ιδρύθηκε η Δελφική Ένωση με κρατική μέριμνα, ο Σικελιανός προσκλήθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τον Πωλ Γκονκούρ και τον Πωλ Βαλερύ και επιστρέφοντας στην Ελλάδα εξέδωσε μια εκπαιδευτική διακήρυξη για τη Δελφική Ένωση και το βιβλίο Δελφική Ιδέα· Ένα προανάκρουσμα. Το 1933 πραγματοποιήθηκαν δυο παραστάσεις της τραγωδίας του Σικελιανού Ο Διθύραμβος του Ρόδου σε σκηνοθεσία δική του με τη συνεργασία της Εύας. Τον επόμενο χρόνο έγιναν κάποιες κρατικές προσπάθειες για την ίδρυση του Δελφικού Κέντρου, οι οποίες όμως δεν ολοκληρώθηκαν. Στο Παρίσι ο Λουί Ρουσσέλ πρόβαλε το όνομα του Σικελιανού με μια σειρά άρθρων στο περιοδικό Libre. Το 1936 ο Σικελιανός εξέδωσε με διακήρυξη για την οργάνωση των Δελφικών Εορτών και του Δελφικού πνευματικού κέντρου. Το 1938 γνωρίστηκε με την Άννα Καραμάνη την οποία παντρεύτηκε στην Ελευσίνα το 1940. Τον ίδιο χρόνο έγραψε τη "Σίβυλλα". Με τη δεύτερη γυναίκα του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ταξίδεψε στην Αίγινα. Το 1943 απήγγειλε το ποίημα "Ηχήστε οι σάλπιγγες" κατά τη διάρκεια της κηδείας του Κωστή Παλαμά. Το 1944 άρχισε να έχει προβλήματα υγείας. Το 1946 προτάθηκε δυο φορές από την Εταιρεία Ελλήνων λογοτεχνών για το βραβείο Νόμπελ, τη δεύτερη από κοινού με τον Καζαντζάκη, και μαζί με τον τελευταίο προσφώνησαν τον Πωλ Ελυάρ στην τιμητική υποδοχή του στην Αθήνα. Το 1947 εκλέχτηκε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και προτάθηκε ξανά - αυτή τη φορά από ομάδα ευρωπαίων συγγραφέων - για το βραβείο Νόμπελ. Το 1950 έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση και πέθανε το 1951. Το λογοτεχνικό έργο του Σικελιανού υπηρέτησε τη μεγαλόπνοη κοσμοθεωρία του για το ρόλο του ποιητή ως θιασώτη και ιεραπόστολου μιας θρησκευτικής ιδεολογίας, η οποία ενσωματώνοντας την παράδοση της πορείας του κόσμου μέσα στους αιώνες οραματίζεται την επανασύνδεση του ανθρώπου με τον αρχετυπικό Μύθο της ενιαίας ψυχοσωματικής υπόστασης. Στο θεωρητικό αυτό στοχασμό ο Σικελιανός υπέταξε τα εκφραστικά του μέσα. Υιοθέτησε μια προ- και αντι- λογική έκφραση τόσο στην ποίηση, όσο και στις τραγωδίες του και αφομοίωσε ποικίλες πνευματικές επιδράσεις. Στα κείμενά του συνυπάρχουν στοιχεία που παραπέμπουν στα ρεύματα του ρομαντισμού, του αισθητισμού, του συμβολισμού αλλά και στους αρχαίους έλληνες ορφικούς και προσωκρατικούς φιλοσόφους. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Άγγελου Σικελιανού βλ. Anton John P., «Σικελιανός Άγγελος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α΄. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Τετράδια Ευθύνης 11. Αθήνα, 1980. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Πλωρίτης Μάριος

Συγγραφέας, κριτικός, δημοσιογράφος και σκηνοθέτης, επιφανής μορφή του μεταπολεμικού θεάτρου, ο Μάριος Πλωρίτης που το πραγματικό του όνομα ήταν Μάριος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1919 στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες, αλλά στη συνέχεια αφοσιώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στα γράμματα και στο θέατρο. Η παρουσία του στην πνευματική ζωή χρονολογείται από τα χρόνια της Κατοχής οπότε, νεαρός ακόμα, συμμετείχε στην ομάδα του Καρόλου Κουν που ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης (1942). Την ίδια εποχή δημοσίευσε και την πρώτη του μετάφραση έργου του Πιραντέλλο "Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε" και δυο χρόνια αργότερα συνέβαλε στη δημιουργία του εκδοτικού οίκου "Ίκαρος". Έκτοτε μετέφρασε πάμπολλα έργα γνωστών συγγραφέων (Μπέρναρ Σω, Ίψεν, Ανουίγ, Μπρεχτ, Πίντερ, Στρίντμπεργκ κ.ά.) και συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Παράλληλα ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα ως σκηνοθέτης. Το 1950 παντρεύτηκε την Έλλη Λαμπέτη, με την οποία χώρισαν το 1953. Εκτός από την συγγραφική-καλλιτεχνική δράση του, ο Πλωρίτης επέδειξε ενδιαφέρον και για τα πολιτικά δρώμενα και με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα άσκησε σφοδρή κριτική στις επιλογές των κυβερνήσεων του συντηρητικού χώρου, ιδίως μετά τα "Ιουλιανά" του 1965. Κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού καθεστώτος 1967-1974 διέμεινε στο Παρίσι, όπου ανέπτυξε πλούσια αντιδικτατορική δραστηριότητα. Μετά τη μεταπολίτευση αφοσιώθηκε κυρίως στα πνευματικά του ενδιαφέροντα, ενδιαφερόμενος πάντα για τα διαδραματιζόμενα στην πολιτική και εθνική ζωή. Ο Μάριος Πλωρίτης πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου του 2006.

Πρεβελάκης Παντελής

Παντελής Πρεβελάκης (1909 - 1986). Ο Παντελής Πρεβελάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, δεύτερος γιος του Γεωργίου Πρεβελάκη και της Ειρήνης το γένος Φραγκιαδάκη. Στο Ρέθυμνο πέρασε τα σχολικά του χρόνια και σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων εξέδωσε μαζί με τον Γ.Ανδρουλιδάκη το λογοτεχνικό περιοδικό Αθηνά, που κυκλοφόρησε για ένα χρόνο. Το 1926 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην Αθήνα γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη με τον οποίο συνδέθηκε με μακρόχρονη φιλία. Δυο χρόνια μετά την έναρξη των σπουδών του πήρε μετεγγραφή στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου και το 1930 έφυγε για περαιτέρω σπουδές στο Παρίσι. Εκεί έμεινε για δυο χρόνια και παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Γραμμάτων της Σορβόννης και στο Ινστιτούτο Τέχνης και Αρχαιολογίας, από όπου αποφοίτησε το 1933. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα αναγορεύτηκε διδάκτωρ Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διορίστηκε έκτακτος καθηγητής στην έδρα της Ιστορίας Τέχνης, χωρίς ποτέ να μονιμοποιηθεί λόγω της πολιτικής του ιδεολογίας υπέρ του Βενιζέλου. Το 1937 διορίστηκε στη Διεύθυνση Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας, και παρά το εχθρικό κλίμα του μεταξικού καθεστώτος δραστηριοποιήθηκε έντονα, κυρίως στον τομέα Καλών Τεχνών. Το 1939 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών και από το 1938 δίδασκε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Μετά τη κήρυξη του πολέμου από τους ιταλούς έκανε αίτηση να καταταγεί εθελοντής και όταν δεν έγινε δεκτή στράφηκε προς τον αγώνα για τη διαφύλαξη και διάσωση των έργων της Εθνικής Πινακοθήκης και του Εθνολογικού Μουσείου. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής απουσίασε από την εκδοτική δραστηριότητα και παύτηκε από τις εργασίες του. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο και ταξίδεψε σε πολλές χώρες. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αρνήθηκε να διοριστεί στη Μέση Εκπαίδευση και να τιμηθεί από τη χούντα, κυκλοφόρησε μυστικά την Αντίστροφη Μέτρηση και εκτός εμπορίου τον Νέο Ερωτόκριτο και συμμετείχε στην ίδρυση της Εταιρείας Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη. Μετά τη Μεταπολίτευση τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (1977) και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Φιλοσοφικών Σχολών των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Πέθανε στο σπίτι του στην Εκάλη από καρδιά σε ηλικία 77 ετών. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1928 με το μονόπρακτο θεατρικό έργο Ο μίμος και το μακροσκελές ποίημα Στρατιώτες εμπνευσμένο από τη Μικρασιατική καταστροφή. Το 1938 εξέδωσε το Χρονικό μιας Πολιτείας με το οποίο καθιερώθηκε στο χώρο της πεζογραφίας της γενιάς του Τριάντα. Στο έργο του Πρεβελάκη, ποιητικό και πεζογραφικό κυριαρχεί η εμπλοκή ιστορικής και λογοτεχνικής πραγματικότητας, η εμμονή σε μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου. Στην πορεία της συγγραφικής του δραστηριότητας, η οποία κάλυψε τριανταέξι χρόνια από τη ζωή του, πέρασε από την έκφραση των μεγάλων οραμάτων της ελευθερίας σε μια εσωτερικότερη γραφή, πάντα όμως σε στενή σχέση με τον αφετηριακό προσανατολισμό του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Παντελή Πρεβελάκη βλ. Αλεξίου Στυλιανός, «Πρεβελάκης Παντελής», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Γιαλουράκης Μανώλης, «Πρεβελάκης Παντελής», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Παρίσης Νικήτας, «Παντελής Πρεβελάκης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ζ΄ , σ.338-371. Αθήνα, Σοκόλης, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Γκρίτση - Μιλλιέξ Τατιάνα

Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ (1920-2005). Η Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ γεννήθηκε στην Αθήνα (στο Θησείο), κόρη του Μιχάλη Γκρίτση και της Ελένης Σάλαρη. Τέλειωσε το Γυμνάσιο με μαθήματα κατ’ οίκον, ενώ ασχολήθηκε για λίγο και με το χορό. Το 1942 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά από σύντομο διάστημα παρακολούθησης μαθημάτων εγκατέλειψε τις σπουδές της και στράφηκε στην εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας (Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών) και στη φωνητική (Ελληνικό Ωδείο). Το 1939 παντρεύτηκε το Γάλλο λόγιο και φιλέλληνα Ροζέ Μιλλιέξ (τον γνώρισε στο Γαλλικό Ινστιτούτο), με τον οποίο απέκτησε αργότερα δυο παιδιά. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και ως εθελόντρια στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Από το 1945 ως το 1975 ταξίδεψε -με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα- στη Γαλλία, την Κύπρο και την Ιταλία. Στη Γαλλία (1945-1946) οι Μιλλιέξ συνέχισαν τη δράση τους υπέρ της Ελλάδας και η Τατιάνα παρακολούθησε παράλληλα μαθήματα ιστορίας τέχνης και αισθητικής στο Λούβρο. Την ίδια περίοδο πήρε μέρος στο Α΄ Διεθνές Συνέδριο Γυναικών στο Παρίσι με θέμα της την αντιστασιακή δράση των ελληνίδων. Μετά την ανάληψη από τον Μιλλιέξ της διεύθυνσης σπουδών του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών (1947) επέστρεψαν στην Αθήνα, όπου παρέμειναν ως το 1959. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εργάστηκε στο κέντρο Μικρασιατικών Μελετών, πήρε μέρος σε διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής ανά την Ελλάδα και εντατικοποίησε τη συγγραφική της δραστηριότητα. Ακολούθησε μια μεγάλη περίοδος παραμονής του ζευγαριού στην Κύπρο (1959-1971), όπου ο Ροζέ εργάστηκε στο εκεί Γαλλικό Μορφωτικό Κέντρο και η Τατιάνα στράφηκε σε προσπάθειες για την πολιτιστική αναβάθμιση του τόπου. Στη συνέχεια έφυγαν για τη Γένοβα της Ιταλίας. Εκεί έδρασαν υπέρ της ίδρυσης έδρας νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο και ενάντια στη δικτατορία του Παπαδόπουλου, που είχε στο μεταξύ αφαιρέσει από την Τατιάνα την ελληνική υπηκοότητα. Μετά τη μεταπολίτευση επέστρεψαν στην Ελλάδα και η Μιλλιέξ εργάστηκε στο ΕΙΡ (1974-1975, 1983-1984) και την ΕΡΤ2 (1984-1985) ως υπεύθυνη εκπομπών. Ως δημοσιογράφος και κριτικός συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες ["Ανεξάρτητος Τύπος" (1957-1959), "Ανένδοτος" (1964-1965), "Αυγή" (1974-1977), "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία" (1976-1984), "Τα Νέα" (Κύπρου - 1964-1970), "Δημοκρατική" (Κύπρου) κ.α.] και με πάρα πολλά περιοδικά. Ήταν μέλος της Ακαδημίας Racine του Παρισιού, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Πεν Κλαμπ, του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, της Εταιρείας Κριτικών και Εικαστικών Τεχνών και της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων (πρόεδρος από το 1981 ως το 1986). Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος, το βραβείο των Δώδεκα, το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα τα ξημερώματα της Κυριακής 13.2.2005, σε ηλικία 85 ετών. Την πρώτη της επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1945 με δημοσιεύσεις διηγημάτων της στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα". Κατά τη διάρκεια της κατοχής είχε παράνομα κυκλοφορήσει μια μετάφραση του έργου του Βερκόρ (Ζαν Μπριλέ) "Η σιωπή της θάλασσας", ενώ ασχολήθηκε επίσης με θεατρικές μεταφράσεις που ανέβηκαν από τους θιάσους Βουτέρη, Κατράκη και άλλων. Το πρώτο της βιβλίο "Πλατεία Θησείου" εκδόθηκε το 1947 και από τότε, κάθε δυο τρία χρόνια κυκλοφορούσε ένα νέο βιβλίο. Σημειώνεται επίσης η έκδοση από τον Κέδρο το 1973 (με τίτλο "Σπαράγματα") μέρους του αρχείου της που σώθηκε από την κατάσχεση της απριλιανής δικτατορίας. Βασικά χαρακτηριστικά του πεζογραφικού έργου της είναι η έμφαση στην απεικόνιση ψυχολογικών διεργασιών με συνακόλουθη χαλάρωση της δομής και της συνοχής των κειμένων της. Έντονη είναι επίσης στη γραφή της η ποιητική διάσταση του λόγου, η παρουσία των στοιχείων της φαντασίας, της μνήμης, βιωματικής και διακειμενικής, και του εσωτερικού χρόνου. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ βλ. Γιαλουράκης, Μανώλης, "Μιλλιέξ - Γκρίτση Τατιάνα", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Φαρίνου-Μαλαματάρη Γεωργία, "Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67" Στ΄, σ.8-26. Αθήνα, Σοκόλης, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Βαφόπουλος Θ. Γεώργιος

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ (1903-1996). Ο Γιώργος Βαφόπουλος γεννήθηκε το 1903 στη Γευγελή της τότε Γιουγκοσλαβίας, δεύτερος γιος του Θωμά Βαφόπουλου και της Ρούλας το γένος Δεμερτζή. Είχε πέντε αδέρφια. Μαθήτευσε στην Αστική Σχολή Γευγελής. Μετά το τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου η οικογένεια Βαφόπουλου εκπατρίστηκε και ο ποιητής έζησε στην Έδεσσα, το Φανό, τη Γουμένισσα και τελικά στη Θεσσαλονίκη, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο (1917-1924). Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στα περιοδικά Σφαίρα (Γυναίκα) και Νουμάς (Ελεγείο στους αδικοσκοτωμένους). Το 1923 επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, γράφτηκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως αντιγραφέας στη Μεγάλη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης του Γ.Χατζιδάκη. Επέστρεψε τη Θεσσαλονίκη λόγω προβλημάτων υγείας και το 1924 ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Μακεδονικά Γράμματα, από κοινού με τον Κ.Κόκκινο. Τότε γνωρίστηκε με την μετέπειτα (1931) σύζυγό του και επίσης ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου (που πέθανε το 1935). Το 1925 κλήθηκε να υπηρετήσει στο Α΄ Σύνταγμα Αθηνών, απαλλάχτηκε όμως από τη θητεία του ένα χρόνο αργότερα, καθώς έπασχε από φυματίωση, και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Το 1927 με εισήγηση του Κωστή Παλαμά δημοσιεύτηκαν στη Νέα Εστία εφτά ποιήματά του. Το 1931 ταξίδεψε στο Άγιο Όρος. Το 1932 διορίστηκε στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Το 1938 ίδρυσε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης (την οποία διηύθυνε ως το 1963). Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με την Αναστασία Γερακοπούλου, αργότερα (1946) δεύτερη σύζυγό του. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής αποσπάστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας, όπου γνωρίστηκε με τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο, τον Γιώργο Θέμελη (με τους οποίους συνδέθηκε στενά), τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Καίσαρα Εμμανουήλ, το Στέλιο Ξεφλούδα, τον Τάσο Αθανασιάδη, τον Τέλλο Άγρα, και άλλους λογοτέχνες. Το Μάρτιο του 1951 ταξίδεψε στην Αγγλία με πρόσκληση του Βρετανικού Συμβουλίου, για να μελετήσει το σύστημα λειτουργίας των εκεί βιβλιοθηκών. Τον ίδιο χρόνο ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ελβετία. Ακολούθησαν πολλά ταξίδια του, στις Η.Π.Α. (1957), την Αυστρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία (1967), στην Ελλάδα (1967, 1968), το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία (1968), την Ιταλία (1969), την Ισπανία (1970), τη Σκανδιναβία (1973), την Κύπρο (1974) και αλλού. Το 1954 πέθανε ο πατέρας του, που είχε τυφλωθεί το 1939 σε ατύχημα. Το καλοκαίρι του 1955 επέστρεψε για λίγο στη Γιουγκοσλαβία, όπου επισκέφτηκε τον τάφο του παππού του. Το καλοκαίρι του 1962 πέθανε η μητέρα του. Το 1974 έπαθε βαριά καρδιακή προσβολή. Το 1983 με δωρεά του ποιητή και της Αναστασίας ιδρύθηκε το Βαφοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Υπήρξε μέλος της επιτροπής απονομής λογοτεχνικών βραβείων του Δήμου Θεσσαλονίκης, της επιτροπής του διαγωνισμού Μαρίας Ράλλη, Γενικός Γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης (1944), μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κ.Θ.Β.Ε. (1964-1967), αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της επιτροπής του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1966), της επιτροπής απονομής συντάξεως στους λογοτέχνες (1973), επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1988). Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της Νέας Εστίας (1927), με το Βραβείο της πόλεως Θεσσαλονίκης (1963), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1967), με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1972). Πέθανε στη Θεσσαλονίκη. Για αναλυτικότερα βιογραφικά στοιχεία του Γ.Θ.Βαφόπουλου, βλ. Λυγίζος Μήτσος, «Βαφόπουλος Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Παπαγεωργίου Κώστας, «Βαφόπουλος Γιώργος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Παπαθανασόπουλος Θανάσης, «Βίος και έργα του Γ.Θ.Βαφόπουλου», Νεά Εατία 143, 1η-15/4/1998, ετ.ΟΒ΄, αρ.1698-1699, σ.446-456. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.


Μόνο συνδεδεμένοι πελάτες που έχουν αγοράσει αυτό το προϊόν μπορούν να αφήσουν μία αξιολόγηση.