Οκτώ Ιταλοί ποιητές

0 out of 5

9.72

Κωδικός Προϊόντος: 9789607716552
Προβολη καλαθιου

Συγγραφέας: Συλλογικό Έργο

Εκδότης: Οδός Πανός

Ημερ. Έκδοσης: 01/11/2000

Συγγραφεας: Quasimodo Salvatore, Pavese Cesare, Luzi Mario, Montale Eugenio, Saba Umberto, Pasolini Paolo Pier
Μεταφραστής: Κουτλής Θανάσης
Ανθολόγος: Κουτλής Θανάσης
ISBN: 978-960-7716-55-2

Πρώτη Έκδοση : 01/11/2000

Αριθμός Σελίδων : 93

Διαστάσεις : 21 x 14 cm

Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο

Γλώσσα Πρωτοτύπου : Ιταλικά

Τόπος Έκδοσης : Αθήνα

Quasimodo Salvatore

Ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο (Modica 20 Αυγούστου 1901 - Αμάλφι 14 Ιουνίου 1968) ήταν Ιταλός ποιητής με ελληνική καταγωγή. Η γιαγιά του, το γένος Παπανδρέου, καταγόταν από την Πάτρα. Το 1917 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα, έμεινε σε πολλές ιταλικές πόλεις όπως το Μιλάνο, την Ρώμη, την Φλωρεντία όπου και παντρεύτηκε. Στις πόλεις αυτές γνωρίστηκε και με τους μεγαλύτερους Ιταλούς συγγραφείς της εποχής. Το 1945 έγινε μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Μεταξύ των έργων του περιλαμβάνεται και η ενότητα επτά ποιημάτων με τον τίτλο "Dalla Grecia" ("Από την Ελλάδα"), από μια ταξιδιωτική περιήγησή του στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1956. Το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας ενώ κέρδισε και τα βραβεία Premio San Babila (1950), Premio Etna-Taormina (1953), Premio Viareggio (1958). Πολλά βιβλία του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν και στα ελληνικά. Πέθανε το 1968 από εγκεφαλική αιμορραγία.

Pavese Cesare

Ο Τσέζαρε Παβέζε είναι ένας από τους πιο αγαπημένους Ιταλούς συγγραφείς της γενιάς που ονομάστηκε "νεορεαλιστική". Γεννήθηκε το 1908 στο Σαν Μπέλμπο του Κουένο, τόπο καταγωγής του πατέρα του, όπου η οικογένειά του, η οποία διέμενε μόνιμα στο Τορίνο, πήγαινε κάθε χρόνο για διακοπές. Ο πατέρας του, γόνος μικρών καλλιεργητών, ήταν γραμματέας στο δικαστήριο του Τορίνο. Η μητέρα του καταγόταν από οικογένεια πλουσίων εμπόρων. Το 1914 πέθανε ο πατέρας του και τα οικογενειακά βάρη ανέλαβε η δραστήρια και λιγόλογη μητέρα του. Μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση, παρακολούθησε τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου στους Ιησουίτες του "Istituto Sociale" ("Κοινωνικού Ινστιτούτου") και τις τελευταίες στο "Μάσσιμο ντ' Αζέλιο", όπου γνώρισε τον Αουγκούστο Μόντι, αντιφασίστα καθηγητή ιταλικών και λατινικών και φίλο του Γκράμσι. Ο Μόντι, άνθρωπος μεγάλου πολιτικού κύρους και λαμπρός παιδαγωγός, θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του. Το 1926 αποφοίτησε και έστειλε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό "Ricerca di poesia" ("Ποιητική αναζήτηση"), τα οποία όμως απορρίφθηκαν. Έμαθε μόνος του αγγλικά και μελέτησε τον Ουίτμαν. Στο μεταξύ, χάρη στον Μόντι, με τον οποίο είχε πλέον φιλικές σχέσεις, γνώρισε τους Νορμπέρτο Μπόμπιο, Μάσσιμο Μίλα, Λεόνε Τζίνσμπουργκ κ.ά. Το 1927 γράφτηκε στη φιλοσοφική και το 1930 πέθανε η μητέρα του. Εκείνη τη χρονιά άρχισε να μελετά και να θαυμάζει τον Κρότσε. Το 1932 έδωσε πτυχιακές εξετάσεις με εργασία επί του Ουόλτ Ουίτμαν, επηρεασμένη από τη φιλοσοφία του Κρότσε, που απερρίφθη όμως εξαιτίας των πολιτικών συνθηκών της φασιστικής Ιταλίας, αλλά με επέμβαση του Τζίνσμπουργκ έγινε τελικά δεκτή και πήρε το πτυχίο του. Το 1932 μετέφρασε το "Μόμπυ Ντικ" του Μέλβιλ, το "Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία" του Τζόυς και τον "42ο παράλληλο" του Ντος Πάσσος. Από το 1933, μαζί με μια ομάδα αντιφασιστών διανοούμενων, φίλων του από το λύκειο "Μάσσιμο ντ' Αζέλιο", συνεργάζεται με το νεοσυσταθέντα εκδοτικό οίκο "Εϊνάουντι" και μετά τη σύλληψη του Τζίνσμπουργκ, καλείται να αναλάβει τη διεύθυνση της επιθεώρησης "La Cultura". Το 1935 συλλαμβάνεται, ταυτόχρονα με τον Εϊνάουντι, εξαιτίας ενός γράμματος του Αλτιέρο Σπινέλλι που βρέθηκε στο σπίτι του, αλλά ύστερα από αίτηση χάριτος η ποινή του μειώθηκε. Το '36 επέστρεψε στο Τορίνο, όπου σε μια ερωτική απογοήτευση προστέθηκε η αποτυχία του "Lavorate stanca" ("Η δουλειά κουράζει"). Το '41 η κριτική επαίνεσε την έκδοση του "Paesi tuoi" ("Οι χώρες σου"). Την ίδια εποχή γράφει και την "Αμμουδιά". Το '43 επιστρατεύθηκε, αλλά λόγω άσθματος πέρασε έξι μήνες στο νοσοκομείο. Την εποχή της γερμανικής κατοχής κατέφυγε στο Καζάλ Μονφεράτο μαζί με την οικογένεια της αδερφής του, γεγονός που αργότερα του ενέπνευσε το "Σπίτι στο λόφο". Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στο Τορίνο, γράφτηκε στο Κ.Κ. Ιταλίας και άρχισε τη συνεργασία με την "Ουνιτά", όπoυ γνώρισε τον Ίταλο Καλβίνο, κ.ά. Το '46 έγραψε τη "Fuoco grande" ("Μεγάλη φωτιά"), που θα εκδοθεί μετά το θάνατό του και στη συνέχεια: "Dialoghi con Leuco" ("Διάλογοι με τη Λευκώ"), "Ο διάβολος στους λόφους", "Τρεις γυναίκες μόνες", "La luna e il falo" ("Το φεγγάρι και οι φωτιές"). Το '50 τού απονεμήθηκε το βραβείο "Στρέγκα". Συνεργάστηκε με το περιοδικό "Cultura e realta" ("Κουλτούρα και πραγματικότητα"), όπου ένα άρθρο του με θέμα το μύθο προκάλεσε κριτικές και παρεξηγήσεις στο περιβάλλον της αριστεράς. Επέστρεψε για λίγο στην ποίηση και μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκε το ποίημά του "Verra la morte e avra i tuoi occhi" ("Ο θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου"). Στις 27 Αυγούστου του 1950 αυτοκτόνησε σ' ένα ξενοδοχείο του Τορίνο, σε ηλικία σαράντα δύο ετών.

Luzi Mario

Ιταλός ποιητής του 20ου αιώνα που γεννήθηκε και έζησε στη Φλωρεντία (1914-2005). Κυριότερα έργα του: "La barca", 1935, "Avvento notturno", 1940, "Biografia a Ebe" (ποιητική πρόζα), 1942, "Un brindisi", 1946, "Quaderno gotico", 1947, "Primizie del deserto", 1952, "Onore del vero", 1957, "Il giusto della vita", 1960, "Τutte le poesie fino al 1960: Nel magma", 1963, "Nuova edizione accresciuta", 1966, "Dal fondo delle campagne", 1965, "Su fondamenti invisibili", 1971, "Al fuoco della controversia", 1978, "Semiserie", 1979, "Reportage, un poemetto seguito dal Taccuino di viaggio in Cina", 1980, "Per il battesimo dei nostri frammenti", 1985, "La cordigliera delle Ande e altri versi tradotti", 1983, "Frasi e incisi di un canto salutare", 1990, "Io, Paola, la commediante" (θεατρικό), 1992, "Viaggio terrestre e celeste di Simone Martini", 1994, "Pontorno" (θεατρικό), 1995, "Ceneri e ardori" (θεατρικό), 1997, "11 settembre 2001", 2001, "Il fiore del dolore" (θεατρικό), 2003.

Montale Eugenio

Ιταλός ποιητής, μεταφραστής (1896-1981). Το έργο του σημάδεψε την αφετηρία του "ερμητισμού" και αποτελεί μια διαρκή αντίσταση απέναντι στις πιέσεις της ρητορικής και της ζωής. Τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ το 1975.

Saba Umberto

Ο Ουμπέρτο Σάμπα (το πραγματικό του όνομα είναι Ουμπέρτο Πόλι) γεννήθηκε στη Τεργέστη στις 9 Μαρτίου 1883 από τον καθολικό Ούγκο Εντοάρντο Πόλι και την Φελίτσιτα Ραχήλ Κοέν, η οικογένεια της οποίας είχε παράδοση στο εμπόριο του εβραϊκού γκέτο της Τεργέστης. Μολονότι γεννήθηκε μέσα στα σύνορα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, στην οποία ανήκε η Τεργέστη εκείνη την εποχή, ο Ουμπέρτο Σάμπα πολιτογραφήθηκε Ιταλός χάρη στην ιθαγένεια του πατέρα του. Ο Ούκο Εντάρτο Πόλι, χαρακτήρας εύθυμος και ελαφρών ηθών, εγκαταλείπει την σύζυγό του στην αρχή της εγκυμοσύνης της (ο Σάμπα θα τον συναντήσει μόνο μια φόρα κατά την διάρκεια της ζωής του, άντρας πια και θα γράψει: "ο πατέρας μου ήταν για μένα ο δολοφόνος") και ο μικρός Ουμπέρτο αμέσως μετά την γέννησή του παραδίδεται στις φροντίδες μιας Σλάβας παραμάνας, της Πέππα Σάμπατζ. Μαζί της συνδέεται με μεγάλη αγάπη την θεωρεί "μητέρα της χαράς" κι όταν η φυσική του μητέρα τον αποχωρίζει βιαία από εκείνη, θα αρχίσει να αισθάνεται μονίμως πλέον απαρηγόρητος. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1929, θα τραγουδήσει αυτή τη διαρκώς απειλούμενη αθωότητα της παιδικής του ηλικίας στα ποιήματα της συλλογής "Ο μικρός Μπερτό". Νεαρός ο Σάμπα παρακολουθεί μέχρι την Τετάρτη τάξη το Γυμνάσιο "Dante Alignieri" οπότε αναγκάζεται από την ιδιαίτερη εχθρότητα που του επιδεικνύει κάποιος καθηγητής (όπως θα πει αργότερα ο ίδιος), να εγκαταλείψει τις σπουδές του. Με την μεσολάβηση της μητέρας του προσλαμβάνεται ως μαθητευόμενος σ' ένα εμπορικό οίκο της Τεργέστης. Ο αυτοβιογραφικός ήρωας αυτής της περιόδου, ο Ερνέστος, μας ξαφνιάζει όχι τόσο με τα πράγματα που ανακαλύπτει (πρόκειται για μια μύηση στην ζωή των ενηλίκων που περιλαμβάνει και τη ομοφυλοφιλική εμπειρία), όσο για το γυμνό του λεξιλόγιο, το θάρρος του στην επιλογή των λέξεων που, χωρίς περιστροφές και λεκτικά τερτίπια, πηγαίνουν κατευθείαν στην ουσία των πραγμάτων. Το ομώνυμο μοναδικό του (ημιτελές) μυθιστόρημα λόγω του "τολμηρού" του περιεχομένου δημοσιεύθηκε πολλά χρόνια μετά το θάνατό του μόλις το 1975 από τις εκδόσεις "Einaudi". Το 1903 βρίσκουμε τον Σάμπα στην Πίζα, και από το 1905 έως το 1908 στην Φλωρεντία. Χρόνια οπωσδήποτε πολύ σημαντικά για τη διαμόρφωση της λογοτεχνικής του προσωπικότητας, αλλά για την οποία διαθέτουμε ελλιπή στοιχεία. Ο ίδιος εξάλλου, πάντα πρόθυμος να διαλευκάνει διάφορες στιγμές της ζωής και της ποίησης του, σχεδόν αποσιωπά αυτήν την περίοδο. Το 1908 υπηρετεί ως εθελοντής την στρατιωτική του θητεία στο Σαλέρνο, και όταν επιστρέφει στην Τεργέστη παντρεύεται την Καρολίνα Βέφλερ (ή Λίνα Κάρμεν των ποιημάτων του), για την οποία ο Μοντάλε θα γράψει πως αποτελεί "μια από τις πιο ζωντανές υπάρξεις της μοντέρνας ιταλικής ποίησης", "η καταπληκτική, πνευματώδης, γήινη Λίνα, πάντα πιστή στον εαυτό της, ευσπλαχνική και γαλήνια". Από το γάμο τους γεννιέται η πολυαγαπημένη τους κόρη, η Λινούτσια "με τα μεγάλα - του ουρανού το χρώμα - μάτια". Το 1911 δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή, "Ποιήματα". Το 1912 ακολουθεί από τις εκδόσεις του περιοδικού "Voce" της Φλωρεντίας (με την σύνταξη του οποίου ο Σάμπα βρισκόταν σε επαφή ήδη από το 1910) η συλλογή "Con i miei Occhi (Il mio secondo libro di versi), ("Με τα μάτια μου - Το δεύτερο βιβλίο με στίχους") γνωστή πλέον με το τίτλο "Trieste e una donn, ("Η Τεργέστη και μια γυναίκα"). Αυτά τα δύο βιβλία φέρουν για πρώτη φορά στο εξώφυλλο το όνομα του Ουμπέρτο Σάμπα (έπειτα από τα νεανικά Σοπέν και Ουμπέρτο ντα Μοντερεάλε) ως πράξη σεβασμού προς την αγαπημένη του τροφό Πέππα Σάμπατζ αλλά και προς την εβραϊκή καταγωγή της μητέρας του: Σάμπα στα Εβραϊκά θα πει "ψωμί". Τη διετία 1913-1915 παραμένει στην Μπολόνια, ασχολούμενος με το εμπόριο ηλεκτρικών ειδών. Το 1915 καλείται στα όπλα αλλά δεν λαμβάνει μέρος στο μέτωπο του Α' Παγκόσμιου πολέμου, εξασκώντας απλός χρέη γραφέα. Μετά τον Πόλεμο επιστρέφει στην Τεργέστη και αφού έκανε τον διευθυντή σ' ένα κινηματογράφο, του οποίου ιδιοκτήτης ήταν ο κουνιάδος του, ο αδερφός της Λίνα, χάρη στην οικονομική βοήθεια κάποιας θείας του αγοράζει από το Τιουζέπε Μαϊλαντέρ ένα μικρό βιβλιοπωλείο ειδικευμένο σε παλιά και σπάνια βιβλία, στον αριθμό 30 της οδού Σαν Νικολό. Την επόμενη εικοσαετία θα αφήσει την Τεργέστη- μια από τις πιο γοητευτικές ευρωπαϊκές πόλεις του 20ου αιώνα (ήδη φορτισμένη από την χαρισματική παρουσία του Τζέημς Τζόυς) - μόνο για σύντομα επαγγελματικά ταξίδια σχετικά με το εμπόριο παλιών βιβλίων. Με δικά του έξοδα (όπως εξάλλου και για τα δύο πρώτα βιβλία του) και με εκδοτική φίρμα το όνομα του βιβλιοπωλείου του, "Libreria antica e moderna" ("Βιβλιοθήκη παλιά και καινούργια") το 1920 τυπώνει την τρίτη του ποιητική συλλογή (Cose leggere e vaganti") ("Πράγματα ελαφρά και ακαθόριστα"), το 1921 τη συλλογή "L' Amorosa Spina" ("Το αγαπημένο αγκάθι") και την πρώτη οργανική συλλογή του μέχρι τότε έργου του "Il Canzioniere 1900-1921". Ένας τίτλος, "Συλλογή Τραγουδιών" που θα γνωρίσει μεταβολές, και κάτω από τον οποίο θα συγκεντρώσει σταδιακά (με αφαιρέσεις, διορθώσεις, προσθήκες) στις επόμενες εκδόσεις του (Einaudi 1945 & 1948, Gazarti 1951, πάλι (Einaudi 1957) μέχρι την οριστική έκδοση "Il Canzioniere 1900-1954" (Einaudi 1961, βάσει της οποίας έγινε η επιλογή και μετάφραση των ποιημάτων που παρουσιάζονται εδώ), όλο το σώμα της ποίησης του. Το 1923 σημαδεύει την "ανακάλυψη" του Σάμπα εκ μέρους της κριτικής χάρη κυρίως στο έργο του Τζιάκομο Ντεμπενεντέρι, ο οποίος αφιερώνει πολλαπλά σημειώματα στο περιοδικό "Primo Tempo" (πρώτη εποχή). Στα χρόνια που ακολουθούν ο Σάμπα βλέπει το αυξανόμενο ενδιαφέρον των κριτικών για την ποίηση του, ενδιαφέρον που βρίσκει πιο ολοκληρωμένη έκφραση το 1928, όταν το περιοδικό "Solaria" του αφιερώνει ένα ολόκληρο τεύχος με άρθρα των Μοντάλε, Σόλμι, Ντεμπενεντέτι και άλλων. Στα ποιήματα αυτής της περιόδου ("Αυτοβιογραφία" 1924, "Ετοιμοθάνατη Καρδιά" 1926, "Πρελούδιο και Φούγκες" 1928, "Ο μικρός Μπέρτο" 1929) ο Σάμπα φαίνεται απασχολημένος σε μια ιδεολογική τακτοποίηση της ποίησης του με μοιραίο αποτέλεσμα: η αναζήτηση και η υπερήφανη - εγωιστική - διακήρυξη μιας "ποιητικής" θα τον απομακρύνουν από την πιο γνήσια αφορμή της ποίησής του, δηλαδή την αμεσότητα του αυτοβιογραφικού στοιχείου. Το 1929, έπειτα από μια "νευρική κρίση" της οποίας η ένταση ξεπερνούσε κατά πολύ τις προηγούμενες, ήδη αρκετά σοβαρές, αντιμετωπίζει την ψυχαναλυτική θεραπεία με τον Ιταλό γιατρό Εντουάρντο Βέις, ο όποιος είχε μαθητεύσει κοντά στον Φρόιντ στην Βιέννη, και υπήρξε ο πρώτος διδάξας των θεωριών του στην Ιταλία με το περιοδικό "Rivista Italiana di Psicoanalisi", (Ιταλική Ψυχαναλυτική Επιθεώρηση). Ο Σάμπα όταν υποβάλλεται σε ανάλυση έχει ήδη μια θεωρητική κατάρτιση της προβληματικής της, και αν δεν υπήρξε ο πρώτος στην Τεργέστη που υπέκυπτε στην γοητεία της (αρκεί να υπενθυμίσουμε εδώ πως το μεγάλο "ψυχαναλυτικό μυθιστόρημα "Η συνείδηση του Ζήνωνα" του συμπατριώτη του Ίταλο Σβέβο είχε κυκλοφορήσει το 1923), ήδη ψυχαναλυτικός πριν την ψυχανάλυση" (όπως επισήμανε ο Τζιανφράνκο Κοντίνι), ήταν οπωσδήποτε από τους πρώτους που πίστεψαν στην αυθεντικότητα των αποτελεσμάτων της. Από την ψυχοθεραπεία, που διακόπτεται πολύ νωρίς εξαιτίας της εγκατάστασης του Βέις στη Ρώμη (όπου θα έχει ως αναλυόμενο έναν άλλο ψυχωσικό, τον Σάντρο Πέννα), ο Σάμπα είναι λοιπόν σε θέση να λάβει μια ήσυχη συνείδηση των εσωτερικών του συγκρούσεων και μπορεί πλέον να κοιτάξει από κάποια απόσταση τα προσωπικά του βιώματα. Μια απόσταση που προσδίδει εκείνη την ήπια, "σοφή" αποδοχή του κόσμου, την ήρεμη θεώρηση των ανθρώπων και των πραγμάτων που μαζί με την νέα πυκνότητα της εικόνας και την ακαριαία σύλληψη των αναλογιών χαρακτηρίζουν τα ποιήματα της τρίτης υπέροχης περιόδου του (π.χ οι συλλογές "Λέξεις" 1934, "Τελευταία πράγματα" 1944, "Μεσογειακά" 1946, "Σχεδόν σαν αφήγημα" 1951). Το 1939, φοβούμενος μην πέσει θύμα των ρατσιστικών νόμων που έχει προκηρύξει το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, εγκαταλείπει την Τεργέστη κι έπειτα από μια σύντομη παραμονή στο Παρίσι εγκαθίσταται στη Ρώμη. Εδώ, ο Ουνγκαρέτι του υπόσχεται πως θα μεσολαβήσει στις αρχές ώστε να αποχρωματιστεί. Οι ενέργειες του όμως δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Και έτσι ο Σάμπα με τη Λίνα και τη Λινούτσια είναι υποχρεωμένοι να καταφύγουν στη Φλωρεντία, όπου θα του προσφέρει μεγάλη παρηγοριά και ανακούφιση η συντροφιά του Μοντάλε (ο οποίος τον επισκέπτεται σχεδόν καθημερινά μιας και ο ίδιος αποφεύγει τις εξόδους) καθώς και η φιλία που αναπτύσσει με το ζωγράφο Κάρλο Λέβι (το συγγραφέα του "Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι"). Μετά τον πόλεμο ο Σάμπα γνωρίζει επιτέλους εκείνη τη "μυστηριώδη καθυστερημένη τιμή" όπως την ονομάζει ο Τζων Μπέρυμαν "που έρχεται να στεφανώσει τις δοκιμασίες μας κι είναι η τελευταία μνηστή": δέχεται διάφορες τιμητικές διακρίσεις και αναγορεύεται από την Ακαδημία "Dei Lincei" σε "επίσημο ποιητή". Με την ιδιότητα αυτή θα ταξιδέψει σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας· ιδιαιτέρα ευτυχισμένη όμως αποδεικνύεται η παρατεταμένη του διαμονή στην Ρώμη (βλ. το ποίημα "Ευγνωμοσύνη") και στο Μιλάνο. Το 1946 δημοσιεύει τους αφορισμούς "Scorciatoie e Raccontini" ("Μονοπάτια και Διηγηματάκια"), το 1948 τη "Storia e cronistoria del Canzoniere" ("Ιστορία και χρονικοϊστορία της Συλλογής Τραγουδιών" όπου μ' ένα άλλο ψευδώνυμο υποβάλλει το έργο του σε κριτική αποτίμηση και δίνει διάφορες διασαφηνίσεις, μιλώντας για τον εαυτό του πάντα σε τρίτο πρόσωπο) και το 1956 το πεζογράφημα "Riccondi-Riccorti" ("Ενθυμήματα - Αφηγήματα"). Το 1955 κουρασμένος και ψυχικά ταραγμένος από την βαριά αρρώστια της γυναίκας του (που θα πεθάνει τον επόμενο χρόνο) ο Σάμπα καταφεύγει σε μια κλινική στην Γκορίτσια, έξω από την Τεργέστη, κι εδώ θα τον βρει ο θάνατος το πρωί της 25ης Αυγούστου 1957.

Pasolini Paolo Pier

Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι γεννήθηκε στην Μπολόνια το 1922. Έζησε τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες ιταλικές πόλεις (Μπολόνια, Πάρμα, Μπελούνο, Κρεμόνα, Ρέτζιο Εμίλια), και σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Το 1943 κατέφυγε στην Καζάρσα, το χωριό της μητέρας του στην επαρχία του Φριούλι, όπου άρχισε να εργάζεται ως καθηγητής. Στην Καζάρσα αρχίζει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα (θα κυκλοφορήσουν το 1954 στον τόμο "Η καλύτερη νιότη") και προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1949 κατηγορείται για αποπλάνηση ανηλίκου. Αν και η κατηγορία θα θεωρηθεί ανυπόστατη, το γεγονός θα του στοιχίσει την αποπομπή του τόσο από το σχολείο όσο και από το Ι.Κ.Κ. Την ίδια χρονιά εγκαθίσταται, μαζί με τη μητέρα του, στη Ρώμη. Οι λαϊκές συνοικίες της περιφέρειας της Ρώμης θα του εμπνεύσουν τα δύο πρώτα του μυθιστορήματα, "Τα παιδιά της ζωής" (1955) και το "Μια βίαιη ζωή" (1959). Παράλληλα εκδίδει τις ποιητικές συλλογές "Οι στάχτες του Γκράμσι"(1957), "Το αηδόνι της καθολικής εκκλησίας" (1958) και "Η θρησκεία του καιρού μας" (1961). Διευθύνει την επιθεώρηση Nuovi argomenti με τον Αλμπέρτο Μοράβια, ο οποίος τον θεωρεί, ήδη από το τέλος της δεκαετίας του '50, ως τον σημαντικότερο Ιταλό ποιητή της γενιάς του. Την ίδια εποχή αρχίζει να ασχολείται με τον κινηματογράφο ως σεναριογράφος και συνεργάζεται με τον Μπολονίνι, τον Μπερτολούτσι και τον Ρόσσι. Το 1961 σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία, το "Ακατόνε". Ακολουθούν οι ταινίες "Μάμα Ρόμα" (1962), "Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο" (1964), "Οιδίπους Τύραννος" (1967), "Θεώρημα" (1969),"Χοιροστάσιο" (1969), "Μήδεια" (1970), καθώς και η λεγόμενη "τριλογία της ζωής" με το "Δεκαήμερο" (1971), "Οι ιστορίες του Καντέρμπουρυ" (1972) και " Χίλιες και μια νύχτες" (1974). Τελευταία του ταινία το "Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα" (1975). Από τους σημαντικότερους διανοούμενους της εποχής του, ο Παζολίνι άλλοτε με τις ταινίες του, άλλοτε με τα βιβλία του και άλλοτε με τα άρθρα του προκαλούσε σκάνδαλο με τις αντισυμβατικές, επαναστατικές απόψεις του. Δολοφονήθηκε το 1975 από έναν εκπορνευόμενο νεαρό στην Όστια, έξω από τη Ρώμη.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.


Μόνο συνδεδεμένοι πελάτες που έχουν αγοράσει αυτό το προϊόν μπορούν να αφήσουν μία αξιολόγηση.