Ο Έρως στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων

Η φιλοσοφική θεώρηση του θέματος: Ανθολογία φιλοσοφικών κειμένων, χωρίων· κεφάλαια ερμηνείας των πολιτισμών

0 out of 5

29.15

Κωδικός Προϊόντος: 9789608437654
Προβολη καλαθιου

Συγγραφέας: Συλλογικό Έργο

Εκδότης: Ζήτρος

Ημερ. Έκδοσης: 01/06/2006

Σειρές: Αρχαίοι Συγγραφείς

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Ο τόμος περιέχει τις θέσεις των Ελλήνων φιλοσόφων περί του έρωτος. Μετά από αναφορά στη θρησκεία και τη μυθολογία, το βάρος δίνεται στις περί έρωτος διδαχές των φιλοσόφων, από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως τον 5ο αιώνα μ.Χ. Ακολουθεί επίμετρο με τις απόψεις βυζαντινών φιλοσόφων.

Ακόμη, περιλαμβάνει σελίδες για τη μνηστεία, το γάμο, την παρθενία, την παλλακεία, τη μοιχεία, την πορνεία, τον εταιρισμό και τον παιδαγωγικό έρωτα.

Ο πολιτισμός των Ελλήνων, κυριότατα ερωτικός υπό πάσα έννοια (έρως των σωμάτων, των ψυχών, των αξιών κ.τ.λ.), συγκρίνεται στο τελευταίο κεφάλαιο με τους ζωντανούς και σήμερα πολιτισμούς της οικουμένης (Εβραϊκός, Κινεζικός, Ινδικός, Ισλαμικός, Ευρωπαϊκός, Αμερικανικός) και επισημαίνεται η διαφορά τους.

Συγγραφεας: Πλάτων, Ζήνων ο Κιτιεύς, Πλούταρχος, Διογένης ο Λαέρτιος, Πλωτίνος, Πρόκλος, Λογγίνος, Μάρκος Διάκονος, Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Επίκουρος, Όμηρος, Γρηγόριος ο Νύσσης, John Climacus, Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης (1316-1388), Ησίοδος, Μάξιμος ο Ομολογητής, Φώτιος Α΄ ο Μέγας, Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Στηθάτος Νικήτας, Ηλίας ο Έκδικος, Κάλλιστος Καταφυγιώτης, Παρμενίδης, Εμπεδοκλής, Αριστοτέλης π.Χ. 385-322
Μεταφραστής: Καραγιάννης Σ. Γεώργιος
Επιμέλεια: Καραγιάννης Σ. Γεώργιος
Ευθύνη Σειράς: Λυπουρλής Δ. Δημήτριος, Μαυρόπουλος Γ. Θεόδωρος, Ζήτρος Κωνσταντίνος
Σειρές: Αρχαίοι Συγγραφείς
ISBN: 978-960-8437-65-4

Πρώτη Έκδοση : 01/06/2006

Αριθμός Σελίδων : 822

Διαστάσεις : 20 x 13 cm

Εξώφυλλο: Σκληρό εξώφυλλο

Γλώσσα Πρωτοτύπου : Αρχαία Ελληνικά

Τόπος Έκδοσης : Θεσσαλονίκη

Πλάτων

Έλληνας φιλόσοφος και συγγραφέας (427-347 π.Χ.). Γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς ευγενείς. Ο πατέρας του Αρίστωνας έλεγε ότι καταγόταν από τη γενιά του Κόδρου και η μητέρα του Περικτιόνη από το Σόλωνα. Είχε δύο αδερφούς, τον Αδείμαντο και το Γλαύκωνα. Το πρώτο του όνομα ήταν Αριστοκλής. Πλάτωνας ονομάστηκε αργότερα για το ευρύ του στέρνο και το πλατύ του μέτωπο. Νέος ασχολήθηκε με την ποίηση, αλλά γρήγορα στράφηκε προς τη φιλοσοφία. Ήταν 20 χρόνων, όταν γνώρισε το Σωκράτη και έμεινε κοντά του για οκτώ ολόκληρα χρόνια, μέχρι την ώρα που ο μεγάλος δάσκαλος πέθανε (399 π.Χ.). Ο άδικος θάνατος του Σωκράτη τον έπεισε ότι η αθηναϊκή δημοκρατία είχε μεγάλα ελαττώματα και ανέλαβε το ρόλο του κοινωνικού μεταρρυθμιστή. Μετά τη θανάτωση του Σωκράτη για λίγο καιρό κατέφυγε στα Μέγαρα, κοντά στο συμμαθητή του Ευκλείδη. Ύστερα γύρισε στην Αθήνα, όπου για 10 χρόνια ασχολήθηκε με τη συγγραφή φιλοσοφικών έργων, τα οποία φέρουν τη σφραγίδα της σωκρατικής φιλοσοφίας. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στην Κυρήνη, όπου σχετίστηκε με το μαθηματικό Θεόδωρο, και τέλος στον Τάραντα της Ιταλίας, όπου γνώρισε τους πυθαγόρειους, από τη φιλοσοφική σκέψη των οποίων επηρεάστηκε αποφασιστικά. Μετά πέρασε στη Σικελία. Στην αυλή του βασιλιά των Συρακουσών Διονυσίου Α΄ γνώρισε το βασιλικό γυναικάδελφο Δίωνα, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά. Η φιλία όμως αυτή προκάλεσε τις υποψίες του Διονυσίου για συνωμοσία, γι' αυτό έδιωξε τον Πλάτωνα από τη Σικελία. Στην Αίγινα κινδύνεψε να πουληθεί ως δούλος αλλά τον εξαγόρασε ο Κυρηναίος φίλος του Αννίκερης. Επιστρέφοντας στην Αθήνα άνοιξε τη φιλοσοφική σχολή του, την Ακαδημία. Η προσπάθεια όμως των δύο φίλων να προσηλυτίσουν στις ιδέες τους το νέο ηγεμόνα Διονύσιο Β΄ απέτυχαν. Για τρίτη φορά ήρθε στην αυλή των Συρακουσών το 361, με σκοπό να συμφιλιώσει το Δίωνα με το Διονύσιο. Αυτή τη φορά κινδύνεψε και η ζωή του. Τον έσωσε η επέμβαση του πυθαγόρειου Αρχύτα. Αλλά ο Δίωνας δε γλίτωσε. Δολοφονήθηκε το 353. Έτσι ο Πλάτωνας έχασε τον άνθρωπο στον οποίο στήριξε τις ελπίδες του για την επιβολή των πολιτικών του ιδεών. Από τότε ο Πλάτωνας και μέχρι το θάνατό του ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και με τη συγγραφή έργων φιλοσοφικών. Τα έργα του Πλάτωνα είναι 36 και όλα, εκτός από την "Απολογία", διαλογικά. Και στη συγγραφή ο φιλόσοφος μιμήθηκε τη διδασκαλία του Σωκράτη, ο οποίος δίδασκε διαλογικά. Οι διάλογοί του επιγράφονται με το όνομα κάποιου από τα διαλεγόμενα πρόσωπα, π.χ. "Τίμαιος", "Γοργίας", "Πρωταγόρας" κ.λπ. Τρεις μόνο διάλογοι, το "Συμπόσιο", η "Πολιτεία" και οι "Νόμοι" τιτλοφορούνται από το περιεχόμενό τους. Σ' όλους τους διαλόγους τη συζήτηση διευθύνει ο Σωκράτης. Στους παλαιότερους διαλόγους διατηρεί την εικόνα του πραγματικού Σωκράτη, ενώ στους νεότερους κάτω από το πρόσωπο του δάσκαλου κρύβεται ο ίδιος ο μαθητής. Το σύνολο του πλατωνικού έργου διακρίνεται σε τρεις περιόδους με βάση τη χρονολογική σειρά: α) Περίοδος της νεότητας (400-387 π.Χ.): Σ΄ αυτήν ανήκουν: Απολογία, Κρίτων, Χαρμίδης, Πρωταγόρας, Λάχης, Ευθύφρων, Ιππίας Μείζων, Ιππίας Ελάσσων, Ίων, Λύσις. β) Περίοδος ωριμότητας (386-367 π.Χ.). Σ' αυτήν ανήκουν: Μενέξενος, Κρατύλος, Ευθύδημος, Γοργίας, Μένων, Παρμενίδης, Φαίδων, Φαίδρος, Πολιτεία, Συμπόσιον, Θεαίτητος. γ) Περίοδος γηρατειών (366-348 π.Χ.). Περιλαμβάνονται: Σοφιστής, Πολιτικός, Φίληβος, Κριτίας, Τίμαιος, Νόμοι, 7η επιστολή.

Ζήνων ο Κιτιεύς

Πλούταρχος

Ο Πλούταρχος (περ. 45 - περ. 120 μ.Χ.) καταγόταν από εύπορη αριστοκρατική οικογένεια της Χαιρώνειας της Βοιωτίας, όπου γεννήθηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Φοίτησε στην Ακαδημία της Αθήνας και ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην Αλεξάνδρεια, στη Μικρά Ασία και την Ιταλία. Επισκέφθηκε τουλάχιστον δύο φορές τη Ρώμη, όπου συνδέθηκε με κύκλους του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος. Έχαιρε μεγάλου σεβασμού και τιμήθηκε με διάφορα δημόσια αξιώματα. Επί "πολλάς πυθιάδας", τουλάχιστον είκοσι χρόνια, διετέλεσε πρωθιερέας του μαντείου των Δελφών. Έμεινε γνωστός ως ο μεγάλος βιογράφος της αρχαιότητας, χάρη στους πενήντα (από τους οποίους σώζονται οι 48) "Βίους Παραλλήλους επιφανών Ελλήνων και Ρωμαίων". Το έργο του περιλαμβάνει επιπλέον περίπου διακόσια (σώζονται 78) κείμενα ποικίλης θεματολογίας, δοκίμια, ομιλίες και διαλόγους, στο σύνολο των οποίων δόθηκε, όχι απολύτως εύστοχα, ο τίτλος "Ηθικά". Η επίδραση που άσκησε το έργο του Πλούταρχου ήταν τεράστια. Έχει γραφτεί ότι μέσα από αυτό έχουμε όλοι οι μεταγενέστεροι γνωρίσει την ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Ειδικά μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα η διάδοσή του στους μορφωμένους ευρωπαϊκούς κύκλους δεν απείχε εκείνης της Βίβλου. Στους θαυμαστές του και σ' εκείνους που άντλησαν από αυτό κατά τους τελευταίους αιώνες συγκαταλέγονται, ενδεικτικά, ο Έρασμος, που μετέφρασε στα λατινικά και αφιέρωσε στον Ερρίκο Η΄ το "Πως αν τις διακρίνοιε τον κόλακα του φίλου"· ο Μονταίν, που εμπνεύστηκε τις "Δοκιμές" του από τα "Ηθικά"· ο Σαίξπηρ, που βάσισε στους "Βίους" τις ρωμαϊκές τραγωδίες του· ο Ρουσσώ και ο Γκαίτε, που κατέτασσαν τον Πλούταρχο στους αγαπημένους τους συγγραφείς· ο Μπετόβεν, που τον εκτιμούσε όσο και τον Όμηρο και αναζήτησε στο έργο του στήριγμα όταν έχανε την ακοή του· ο Έμερσον και οι υπερβατιστές· ο Καβάφης, στο "Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον", στους "Αλεξανδρινούς βασιλείς" κ.α., ενώ οι "Παράλληλοι Βίοι" ήταν το αγαπημένο ανάγνωσμα του Ναπολέοντα. Η μελέτη του Πλούταρχου εγκαταλείφθηκε κατά τον 19ο αιώνα, κυρίως επειδή το έργο του αποδεικνυόταν αναξιόπιστο για την ιστορική ανασύνθεση του ελληνορωμαϊκού παρελθόντος. Εντούτοις ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν τόσο για την ιστορική ακρίβεια, όσο για το χαρακτήρα και την ψυχολογία των ηρώων του, καθώς και για την ηθική διάσταση των πράξεών τους. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα το ενδιαφέρον για το έργο του Πλούταρχου ώς έναν βαθμό αναζωπυρώθηκε, ωστόσο περιορίστηκε κυρίως στην ακαδημαϊκή κοινότητα.

Διογένης ο Λαέρτιος

Ο Διογένης ο Λαέρτιος ήταν ιστοριογράφος της φιλοσοφίας της αρχαιότητας, συγγραφέας του έργου "Βίοι φιλοσόφων". Ήταν ελληνικής καταγωγής, γεννημένος μάλλον στην πόλη Λαέρτη της Κιλικίας. Πιθανολογείται πως έζησε στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, όμως για τη ζωή του, την καταγωγή του, τη μόρφωση του, το σύνολο του έργου του, την προσωπικότητα του, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε, ενώ δεν υπάρχουν και αντίστοιχα σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία, καθώς οι αρχαίοι συγγραφείς δεν δίνουν σχετικές πληροφορίες.

Πλωτίνος

Ο φιλόσοφος Πλωτίνος αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο του Νεοπλατωνισμού. Γεννήθηκε το 204 με 205 μ.Χ. στην Αίγυπτο. Ίδρυσε φιλοσοφική σχολή στη Ρώμη στην οποία δίδασκαν όχι μόνο οι επαγγελματίες του είδους, αλλά και επιφανείς άνδρες. Ο ίδιος δεν έδινε τόσο σημασία στη σωματική υπόσταση του ανθρώπου όσο στη δύναμη της ψυχής. Η ψυχή, κατά τη βασική θεωρία του των "τριών υποστάσεων", έχει θεϊκή προέλευση και θεϊκή υπόσταση. Η ψυχή δίνει πνοή στην αδιαμόρφωτη ύλη του κόσμου στην οποία συγκαταλέγονται και τα σώματα των ανθρώπων. Ο άνθρωπος λοιπόν για να εξασφαλίσει την αιωνιότητα της ψυχής του θα πρέπει να την αφιερώσει στον υπέρτατο σκοπό της ένωσης με το Θείο. Αν όμως λησμονήσει τη φύση της ψυχής του και αυτή αφιερωθεί εξολοκλήρου στην εξυπηρέτηση των υλικών αναγκών και "δεθεί" με την υποδεέστερη αξιολογικά εγκόσμια ύλη, η φυσική τιμωρία της θα είναι ο θάνατος μαζί με το σώμα. Έτσι λοιπόν η ψυχή όχι μόνο δεν ανταμείβεται -για το ότι θυσίασε την αρχική της επουράνια θέση για να ζωογονήσει την κοσμική ύλη- αλλά τιμωρείται εξαιτίας της αλαζονικής στάσης που κράτησε αφού την γοήτευσε η επιφανειακή χάρη της υλικής διάστασης. Ο Πλωτίνος δεν απέφυγε να υιοθετήσει την πλατωνική θεώρηση για την ιδανική πολιτεία. Μια πολιτεία χωρισμένη σε τρεις τάξεις (λαός, φύλακες, άρχοντες, -το ρόλο των τελευταίων θα έπαιζαν οπωσδήποτε και αποκλειστικά οι φιλόσοφοι-), στα πλαίσια της οποίας το καθένα άτομο θα είχε προκαθορισμένη θέση στην κοινωνία και ελάχιστες δυνατότητες ανέλιξης. Ο Πλωτίνος έδωσε μια άλλη διάσταση στη φιλοσοφική σκέψη. Καθόρισε το σκοπό της φιλοσοφίας όχι μόνο σε επίπεδο άσκησης του ανθρωπίνου πνεύματος και της ανθρώπινης λογικής ικανότητας, καθώς τον είχαν καθορίσει προγενέστεροι φιλόσοφοι, αλλά σε παράγοντα που θα οδηγήσει τον άνθρωπο στη σωτηρία της αιωνιότητας.

Πρόκλος

Λογγίνος

Μάρκος Διάκονος

Αθήναιος ο Ναυκρατίτης

Επίκουρος

Όμηρος

Αρχαίος Έλληνας επικός ποιητής, ο μεγαλύτερος από τους ποιητές όλων των αιώνων, με τον οποίο αρχίζει η έντεχνη ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Οι πληροφορίες που έχουμε για τον Όμηρο είναι ελάχιστες και αυτές ασαφείς. Τον τόπο γέννησής του διεκδικούν πολλές πόλεις. Πιο πιθανή πατρίδα του όμως θεωρείται η Σμύρνη, αιολική αποικία, που αργότερα προστέθηκε στην ιωνική συμπολιτεία. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι ο ποιητής γνώριζε πολύ καλά την περιοχή της, όπως αποδεικνύουν οι παρομοιώσεις που χρησιμοποιεί στην ποίησή του. Γνώριζε ακόμα καλά τις ακτές του Αδραμυτηνού κόλπου, το όρος Ίδη, την πεδιάδα του Σκάμανδρου κ.λπ., τα οποία είδε ο ποιητής με τα μάτια του και έγιναν θέατρα των αγώνων των ηρώων του. Άγνωστο είναι το πότε έζησε ο Όμηρος. Ο ίδιος αφήνει να εννοηθεί στα ποιήματά του ότι έζησε πολύ αργότερα από τα τρωικά. Κατά τον Ηρόδοτο (Β΄ 53) ο Όμηρος έζησε 400 χρόνια νωρίτερα απ' αυτόν και, σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, πρέπει να έζησε κατά τα μέσα του 9ου αι. π.Χ. Τέλος η παράδοση ότι ο Όμηρος ήταν τυφλός πρέπει να απορριφθεί, γιατί είναι ασυμβίβαστη με τη λεπτή παρατήρηση της φύσης που υπάρχει στο έργο του. Έγραψε: α) την "Ιλιάδα" της οποίας η υπόθεση εκτυλίσσεται σε 51 ημέρες και 15.700 στίχους. Θέμα της είναι η "μήνις του Αχιλλέως" εναντίον του Αγαμέμνονα και οι συμφορές που επακολούθησαν. Κανονικά λοιπόν έπρεπε να ονομαστεί Αχιλληίδα, επειδή όμως ο ποιητής παρεμβάλλει σ' αυτήν πολλά γεγονότα του πολέμου που έγιναν γύρω από το Ίλιο (= Τροία), γι' αυτό πήρε το όνομα "Ιλιάς" β) την "Οδύσσεια" της οποίας τα περιστατικά διαρκούν 41 ημέρες και αναπτύσσονται σε 12.100 στίχους. Θέμα της είναι ο "νόστος" (= επιστροφή) του Οδυσσέα από την Τροία στην Ιθάκη. Άλλα έργα που αποδίδονται στον Όμηρο είναι: οι "Ομηρικοί ύμνοι", η "Βατραχομυομαχία", ο "Μαργίτης". Χαρακτηριστικό της τέχνης του Ομήρου είναι ότι τα έπη του έχουν αρχή, μέση και τέλος και ότι με τα αλλεπάλληλα επεισόδια κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του ακροατή μέχρι το τέλος. Ο θαυμασμός για τα έπη του Ομήρου διατηρήθηκε αμείωτος από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας, γι' αυτό και διδάσκεται σ' όλα τα σχολεία της Ευρώπης, ως ο μεγαλύτερος ποιητής και παιδαγωγός των αιώνων. Τα ομηρικά έπη έχουν μεταφραστεί σ' όλες τις γλώσσες του κόσμου, καθώς και στην ελληνική δημοτική, από τους Ι. Πολυλά, Αργ. Εφταλιώτη, Ζ. Σιδέρη, Ν. Καζαντζάκη, Ι. Κακριδή κ.ά.

Γρηγόριος ο Νύσσης

John Climacus

Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, που είναι πιο πολύ γνωστός ως ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας, δεν είναι ακριβώς γνωστό που γεννήθηκε. Κατά τις πιθανολογίες βέβαια του Δημητρίου Ροστοβίας, ο άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, στην οποία και εσπούδασε, ως τέκνο του Ξενοφώντος και της Μαρίας. Άλλοι όμως ερευνητές υποθέτουν ότι καταγόταν πιθανότατα από την περιοχή της Παλαιστίνης ή της Αιγύπτου, εφόσον στην ηλικία των δεκαέξι μόλις ετών ανέβηκε στο όρος Σινά, για να γίνει μοναχός. Άγνωστος όμως δεν είναι μονάχα ο τόπος, αλλά και ο χρόνος της γέννησης του αγίου, όπως επίσης και του θανάτου του. Άλλοι, υποστηρίζουν ότι ο άγιος έδρασε μεταξύ των ετών 525 και 600 μ.Χ. Άλλοι τοποθετούν τη γέννηση του αγίου προ του 579 μ.Χ. και το θάνατό του γύρω στο 649 μ.Χ. Πιθανότερο όμως φαίνεται να γεννήθηκε κατά το 525 μ.Χ. και να εκοιμήθη κατά το 610 μ.Χ. ή ίσως και λίγο αργότερα. Όπως και να έχει το πράγμα πάντως, ένα οπωσδήποτε είναι βέβαιο, το ότι ο άγιος μορφώθηκε κατά την παιδική και νεανική ηλικία του πάρα πολύ και για το λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκε αργότερα, εξαιτίας των συγγραμμάτων του, όχι μονάχα ως "νέος Μωυσής", ως σχεδιάσας την "θεοτύπωτον νομοθεσίαν και θεωρίαν", δηλαδή, την Κλίμακα, αλλά και ως "σχολαστικός", εξαιτίας της μεγάλης σχολαστικότητας, με την οποία επεξεργάζεται τα θέματά του ή σωστότερα ακρίβειας. Παρά τη μεγάλη σοφία του όμως, ο άγιος δεν ξιππάστηκε, αλλά παρέμεινε, όπως θα φανεί και πιο κάτω, μέχρι το θάνατό του απλός και ταπεινός, χαρακτηρίζοντας για τούτο τον εαυτό του πάντοτε ως αμαθή και στους λόγους του ως ιδιώτη.

Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης (1316-1388)

Ησίοδος

Αρχαίος Έλληνας ποιητής του διδακτικού έπους (750-700 π.Χ.). Γιος του Δία και της Πυκιμήδης, γεννήθηκε στην Αιολική Κύμη. Οι γονείς του ήταν φτωχοί και γι' αυτό ξενιτεύτηκαν στη Βοιωτία, όπου καλλιεργούσαν ένα μικρό αγρόκτημα στις πλαγιές του Ελικώνα, στο χωριό Άσκρα, κοντά στις Θεσπιές. Η οικονομική τους όμως κατάσταση δε βελτιώθηκε σημαντικά, γιατί και εδώ ο τόπος ήταν φτωχός και επιπλέον είχε βαρύ κλίμα. Κατά την παράδοση στο μικρό Ησίοδο που έβοσκε τα πρόβατά του στον Ελικώνα, παρουσιάστηκαν οι εννέα Μούσες και του έδωσαν το χάρισμα να τραγουδά με γλυκιά φωνή τα περασμένα και τα μελλοντικά. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο αδερφός του Πέρσης δωροδόκησε τους δικαστές κατά τη διανομή της πατρικής περιουσίας και πήρε μεγαλύτερο μερίδιο από τον Ησίοδο. Επειδή όμως ήταν οκνηρός και κακός, αφού κατέφαγε την περιουσία του, απείλησε με νέες δίκες να αρπάξει και το μερίδιο του αδερφού του. Με αφορμή τα περιστατικά αυτά ο Ησίοδος έγραψε το ποίημα "Έργα και Ημέραι", όπου μετά την επίκληση των Μουσών ο ποιητής απευθύνει το λόγο προς τον Πέρση, τον οποίο προσπαθεί να αποτρέψει από τη δικομανία και να τον κατευθύνει προς την εργασία, γιατί η εργασία και το κέρδος που προέρχεται από αυτήν ωφελεί, ενώ χωρίς ιδρώτα κανένα αγαθό δε δίνουν οι θεοί στον άνθρωπο και καταλήγει με το περίφημο γνωμικό: "Έργον δ' ουδέν όνειδος, αεργίη δε τ' όνειδος". Όσο για τον ποιητικό αγώνα μεταξύ του Ησίοδου και Ομήρου, στον οποίο νίκησε ο πρώτος, φαίνεται χωρίς αμφιβολία ότι είναι δημιούργημα φανταστικό, που γεννήθηκε στο σχολικό περιβάλλον του 5ου αι. π.Χ., όπου διεξάγονταν συζητήσεις για την αξία του διδακτικού και του ηρωικού έπους, που πρώτος ξεκίνησε ο Αριστοφάνης στην "Ειρήνη". Διότι ο Ησίοδος ήταν οπωσδήποτε μεταγενέστερος του Ομήρου. Από τα πολλά ποιήματα του Ησίοδου σώζονται τα εξής: α) "Έργα και Ημέραι". Οι στίχοι 1-764 αποτελούν τα "Έργα", που ονομάστηκαν έτσι, γιατί ο ποιητής συμβουλεύει μέσα σ' αυτό για την εργασία, η οποία αποτελεί το μοναδικό δρόμο για την ευδαιμονία του ανθρώπου. Οι υπόλοιποι στίχοι (765-828) ασχολούνται με τις ευνοϊκές και αποφράδες ημέρες, στις οποίες οφείλεται το δεύτερο μέρος του τίτλου "Ημέραι" και θεωρούνται μεταγενέστερη προσθήκη. β) "Θεογονία" (1022 στίχοι). Σ' αυτό ο ποιητής προσπαθεί να καταγράψει σ' ένα σύστημα με συνέχεια και ευρυθμία τους διάφορους ελληνικούς μύθους που αναφέρονταν στη γένεση, στα αξιώματα και γενικά στην ιστορία των ελληνικών θεών. γ) "Ασπίς Ηρακλέους" (480 στίχοι). δ) "Ηοίαι" (54 στίχοι).

Μάξιμος ο Ομολογητής

Φώτιος Α΄ ο Μέγας

Συμεών ο Νέος Θεολόγος

Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γεννήθηκε στα μέσα του 10ου αιώνα στη Γαλάτη της Παφλαγονίας και μαζί με τον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο αποτελούν τους τρεις Θεολόγους της Εκκλησίας. Σε όλη τη μακραίωνη πορεία του Χριστιανισμού, μόνο αυτοί οι τρεις Άγιοι έλαβαν την προσωνυμία "Θεολόγος".

Στηθάτος Νικήτας

Ηλίας ο Έκδικος

Κάλλιστος Καταφυγιώτης

Παρμενίδης

Εμπεδοκλής

Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε το 495 π.Χ., από ευγενή οικογένεια, στον Ακράγαντα, σικελική πόλη. Έγινε ιδρυτής μιας νέας φιλοσοφικής σχολής. Συνέχισε την πολιτική παράδοση της οικογένειάς του που είχε δημοκρατικές ιδέες, αλλά όταν έπεσε από την εξουσία, έφυγε και πήγε στην Πελοπόννησο και από τότε ποτέ δε γύρισε πίσω στην πατρίδα του. Ήταν πολύ μορφωμένος και είχε μελετήσει όλα τα συγγράμματα και τις θεωρίες των φιλοσόφων που υπήρξαν πριν απ' αυτόν. Στο περίφημο σύγγραμμα του "Περί φύσεως", που μόνο αποσπάσματα μας σώθηκαν, διασταυρώνει τις βασικές αρχές της κοσμοθεωρίας του τονίζοντας ότι: "Δεν υπάρχει γέννηση για κανένα πράγμα που υπόκειται σε θάνατο και ούτε τέρμα". Ο Αριστοτέλης τον θεωρεί θεμελιωτή της ρητορικής και τον κατατάσσει στους φυσικούς φιλοσόφους, εννοώντας ότι η φιλοσοφία του ήταν υλιστική. Στα τελευταία χρόνια της ζωής περιδιάβαινε πόλεις και χωριά κάνοντας το θαυματοποιό και το μάγο. Πολλοί θρύλοι πλάστηκαν για το θάνατό του. Λένε ότι έπεσε στον κρατήρα του ηφαιστείου της Αίτνας, για να ολοκαυτωθεί το σώμα του και να εξαϋλωθεί στον ουρανό. Τα έργα του ήταν πάρα πολλά "Καθαρμοί", "Περσικά", "Προοίμιον εις Απόλλωνα", "Ιατρικός λόγος", "Πολιτικοί λόγοι".

Αριστοτέλης π.Χ. 385-322

Ο Αριστοτέλης ένας απο τους μεγαλύτερους Έλληνες φιλοσόφους, ερευνητές και διανοητές, γεννήθηκε στα Στάγειρα της Χαλκιδικής απ' το γιατρό Νικόμαχο και τη Φαιστίδα το 385 π.Χ. Ακολούθησε το χρησμό του Μαντείου των Δελφών -του Πυθοί θεού χρήσαντος αυτώ φιλοσοφείν Αθήνησι- σπούδασε φιλοσοφία υπό τον Πλάτωνα στην Αθήνα και δίδαξε στην Ακαδημία (367 - 384 π.Χ.). Το 348 π.Χ., μετά το θάνατο του Πλάτωνα, πήγε μαζί με τον Ξενοκράτη στον Άσσο της Μικράς Ασίας και δίδαξε φιλολσοφία και επιστημονικά μαθήματα σε ευρύ κύκλο ακροατών. Το 345 π.Χ. ίσως ύστερα από πρόσκληση του Θεοφράστου, εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη και έμεινε εκεί διδάσκων μέχρι το 342 π.Χ., που ο Φίλιππος του ανέθεσε τη διαπαιδαγώγηση του δεκατριετούς τότε Αλεξάνδρου. Το 336 π.Χ., μετά το θάνατο του Φιλίππου, επανήλθε στην Αθήνα και το 335 π.Χ., ίδρυσε μεταξύ Λυκαβηττού και Ιλισσού το "Λύκειο" που εκλήθη και "περίπατος" λόγω των πολλών στοών του Μεγάρου. Το 323 π.Χ., μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, απεσύρθη στην Χαλκίδα, την πατρίδα της μητέρας του, όπου και πέθανε από στομαχικό νόσημα το 322 π.Χ. Τα περισσότερα έργα του Αριστοτέλη έχουν απωλεσθεί. Αυτά που έχουν διασωθεί διακρίνονται σε λογικά, φυσικά, βιολογικά, ψυχολογικά, μεταφυσικά, ηθικά, πολιτικά, τεχνολογικά και προβλήματα.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.


Μόνο συνδεδεμένοι πελάτες που έχουν αγοράσει αυτό το προϊόν μπορούν να αφήσουν μία αξιολόγηση.