ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Μερικά χρόνια μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, φτάνει στο χωριό Νυχτερέμι στις εκβολές του Πηνειού ο επαγγελματίας ζητιάνος Τζιριτόκωστας, ένας αδυσώπητος εκμεταλλευτής της ανθρώπινης αδυναμίας. Με αποκλειστικό σκοπό τον προσωπικό πλουτισμό, ο Τζιριτόκωστας θα χειραγωγήσει επιδέξια τους αμόρφωτους, δεισιδαίμονες και με πρωτόγονα ένστικτα κατοίκους του χωριού και σε λίγες μόνον ημέρες θα τους οδηγήσει στην καταστροφή και τον αφανισμό.

Χρησιμοποιώντας γλώσσα που συναιρεί αριστοτεχνικά τη δημοτική με το λαϊκό ιδίωμα, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας θρυμματίζει την κρούστα της ηθογραφίας και προχωρά σε ανελέητη και καυστική κριτική της ελληνικής κοινωνίας των καιρών του. Ταυτόχρονα, δημιουργεί απόλυτα ρεαλιστικούς και με εντυπωσιακό ψυχογραφικό βάθος χαρακτήρες, με τον Τζιριτόκωστα, που παραπέμπει στον λαϊκό μύθο του περιπλανώμενου διαβόλου, να αναδεικνύεται μία από τις εμβληματικότερες φιγούρες της νεοελληνικής γραμματείας. Εν τέλει, ο συγγραφέας συνθέτει τη σκοτεινή τοιχογραφία μιας κοινωνίας που βρίσκεται στα σύνορα του παλιού και του νέου, ενώ με τον τελικό θρίαμβο του Κακού υπενθυμίζει ενοχλητικά τη διαρκή οδύνη της ανθρώπινης φύσης.

Ο Ζητιάνος, το αδιαμφισβήτητο αριστούργημα του Καρκαβίτσα, διαβάστηκε από πολλές γενιές Ελλήνων και επηρέασε κορυφαίους μεταγενέστερους συγγραφείς. Σήμερα θεωρείται ένα κλασικό κείμενο της εγχώριας νατουραλιστικής (ρεαλιστικής) λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα έργα της νεότερης πεζογραφίας μας.


Εικονογράφος: Cob Kanellos
Διασκευή: Cob Kanellos
Σειρές: Η Νεοελληνική Λογοτεχνία σε Γκράφικ Νόβελ
ISBN: 978-960-6829-97-0

Αριθμός Σελίδων : 128

Διαστάσεις : 29 x 20 cm

Τόπος Έκδοσης : Αθήνα

Καρκαβίτσας Ανδρέας

O Aνδρέας Kαρκαβίτσας (1865-1922), κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος, μετά τον Παπαδιαμάντη, γεννήθηκε στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της "Λυγερής" (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της "Εστίας" τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του "Ο ζητιάνος" το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατ��ωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο "Αθήναι", με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο "Σ' Ανατολή και Δύση" και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων "Λόγια της πλώρης" (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος "αειφυγία"). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση. Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου. Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα "Πάσχα στα πέλαγα" και το 1911 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία ("Διηγήματα για τα παλικάρια μας" και "Διηγήματα του γυλιού"), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον "Αρματωλό", μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894. Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η συμβολή του συγγραφέα στο δημοτικιστικό Αγώνα χρονολογείται ήδη από το 1892 (τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του έργου του Ψυχάρη "Το ταξίδι μου"), όταν στον πρόλογο της έκδοσης της πρώτης συλλογής διηγημάτων τοποθετήθηκε υπέρ της δημοτικής. Στη συνέχεια πήρε μέρος στην ίδρυση της εταιρίας "Η Εθνική Γλώσσα" (1905) και ήταν μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και της Λαογραφικής Εταιρίας του Νικόλαου Πολίτη. Ωστόσο ποτέ δεν ασπάστηκε τις ακρότητες του Ψυχάρη και προσπάθησε να σταθεί ανάμεσα στις ακραίες θέσεις του γλωσσικού ζητήματος. Η πεζογραφία του κινήθηκε αρχικά στα πλαίσια της ειδυλλιακής ηθογραφίας με αρκετά λαογραφικά στοιχεία και πέρασε σταδιακά προς τον ρεαλισμό με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, με σχηματικό ορόσημο τη "Λυγερή" (1890) και κορυφαία έκφραση τον "Ζητιάνο" (1897). Από τα ογδόντα συνολικά διηγήματά σταθμός στάθηκε η συλλογή "Τα λόγια της πλώρης" του 1899, ενώ στο τελευταίο έργο του "Ο αρχαιολόγος" (1904) προσπάθησε να λειτουργήσει διδακτικά, προβάλλοντας τις ιδέες του για μια γόνιμη σχέση των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα βλ. Καλαντζοπούλου Βίκυ, "Καρκαβίτσας Ανδρέας", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 4., Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Ξύδης Θεόδωρος, "Καρκαβίτσας Ανδρέας", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Σταυροπούλου Έρη, "Ανδρέας Καρκαβίτσας", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας · από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο", τ. Η’ (1880-1900), σ.174-217, Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και Τσούρας Νίκος Α., "Βιοχρονολόγιο του Αντρέα Καρκαβίτσα", περιοδικό "Νέα Εστία", τ. 128, ετ. ΞΔ΄, 15/9/1990, αρ.1517, σ.1199-1201. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.


Μόνο συνδεδεμένοι πελάτες που έχουν αγοράσει αυτό το προϊόν μπορούν να αφήσουν μία αξιολόγηση.