-10%

Ποιος είν’ τρελλός από έρωτα

Ποιήματα του έρωτα από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη

0 out of 5

19.24

Κωδικός Προϊόντος: 9789600333176
Προβολη καλαθιου

Συγγραφέας: Συλλογικό Έργο

Εκδότης: Εκδόσεις Καστανιώτη

Ημερ. Έκδοσης: 01/02/2004

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Όλων των παθών και όλων των μαρτυρίων τόπος η ποίηση. Αλλά και τόπος προνομιακός του πιο ριζικού μας πάθους και του πιο προσωπικού μας μαρτυρίου. Κι ίσως ίσως και της πιο ολόδικής μας μαρτυρίας – τόπος δηλαδή του έρωτα.

Από τα απλούστατα στιχάκια των ημερολογίων στον τοίχο, από τις νεανικές ρίμες των παλιών λευκωμάτων, από τα λόγια των τραγουδιών και, προπαντός, από τους δικούς μας έμμετρους αναστεναγμούς καθώς κοιτάμε στη γωνία το ρολόι, από όλα αυτά τα απολύτως καθημερινά ίσαμε τις πολύτροπες συνθέσεις των ποιητών μας, παντού ο ίδιος, παράξενα ομοιόμορφος, ρυθμός. Παντού ίδια η λαχτάρα, η αλησμόνητη ευδαιμονία, η υπεσχημένη αφοσίωση, το δοξαστικό της ωραιότητας, η διάψευση και η ξηρασία του χωρισμού.

Η συγκέντρωση κάποιων σπουδαίων ερωτικών ποιημάτων του νεοελληνικού λόγου αρχίζει βέβαια με την αγγελική θωριά στον Σολωμό για να καταλήξει με του ματιού σου το μαυράδι στον Σεφέρη. Εξήντα πέντε ποιητές μιλούν για τον έρωτα. Ιστορούν το βαθύ, το απλό, το μεγάλο της Μαρίας Πολυδούρη και απορούν μαζί με τον Γιώργο Σαραντάρη ποιος είν’ τρελλός από έρωτα;

Συγγραφεας: Σολωμός Διονύσιος, Μάτεσις Αντώνιος, Πολυλάς Ιάκωβος, Μαρτινέγκος - Ζαμπελάκης Ελισαβέτιος, Ζαλοκώστας Γεώργιος, Παράσχος Αχιλλεύς, Ραγκαβής Ρίζος Αλέξανδρος, Βλάχος Άγγελος, Προβελέγγιος Αριστομένης, Καμπάς Γ. Νίκος, Δροσίνης Γεώργιος, Πολέμης Ιωάννης, Παλαμάς Κωστής, Εφταλιώτης Αργύρης, Πάλλης Α. Αλέξανδρος, Καμπούρογλου Γ. Δημήτριος, Ταγκόπουλος Π. Δημήτριος, Μαβίλης Λορέντζος, Θεοτόκης Κωνσταντίνος, Γρυπάρης Ν. Ιωάννης, Νιρβάνας Παύλος, Χατζόπουλος Κωνσταντίνος, Μαλακάσης Μιλτιάδης, Πορφύρας Λάμπρος, Φιλήντας Μένος
Επιμέλεια: Λουκάκης Μάνος
Ανθολόγος: Λουκάκης Μάνος
ISBN: 978-960-03-3317-6

Πρώτη Έκδοση : 01/02/2004

Αριθμός Σελίδων : 130

Διαστάσεις : 22 x 20 cm

Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο

Τόπος Έκδοσης : Αθήνα

Σολωμός Διονύσιος

Γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1798, από αριστοκρατική οικογένεια. Το 1808 στάλθηκε στην Ιταλία για σπουδές και σπούδασε νομικά. Μετά από δέκα χρόνια επιστρέφει στη Ζάκυνθο με γερή φιλολογική μόρφωση. Εκείνη την εποχή γίνεται δεκτός σε μια φιλολογική οργάνωση όπου αναγνωρίζεται ως στιχουργός. Στο τέλος του 1828 εγκαταλείπει τη Ζάκυνθο και εγκαθίσταται στη Κέρκυρα για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Το 1833 ένα σοβαρό οικογενειακό γεγονός τον ταράζει, ο ετεροθαλής αδελφός του δηλώνει στις λιμενικές αρχές την κληρονομιά από τον πατέρα του και τη διεκδικεί. Όλα τα χρόνια που έζησε στην Κέρκυρα δεν έκανε ούτε ένα ταξίδι στην ελευθερωμένη Ελλάδα γιατί, όπως υποστηρίζεται, "δεν εσυνηθούσε να θεατρίζει στο εθνικό του φρόνηματα αλλά μες το άγιο βήμα της ψυχής". Όταν ο Σολωμός γύρισε από την Ιταλία, έφερε μαζί του ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Αργότερα δημιουργεί αυτοσχέδια σονέτα και τέλος λυρικά ποιήματα. Το πρώτο εκτενές ποίημα του Σολωμού είναι ο "Ύμνος εις την Ελευθερία" που είναι γραμμένος σε τετράστιχες στροφές. Ο Σολωμός πέθανε το Φεβρουάριο του 1857 από εγκεφαλική συμφόρηση. Τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1865 στη Ζάκυνθο και τοποθετήθηκαν στην αρχή σε ένα μικρό μαυσωλείο στον τάφο του Κάλβου. Επίσης χαρακτηριστικό είναι ότι ο Σολωμός ως ποιητής απέκτησε φήμη από τα νεανικά του χρόνια και ότι με το πέρασμα των δεκαετιών το ποιητικό του έργο δεν ξεπεράστηκε.

Μάτεσις Αντώνιος

Πολυλάς Ιάκωβος

Ιάκωβος Πολυλάς (1825-1896). Ο Ιάκωβος Πολυλάς γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1825, γιος του νομικού και λόγιου Γεώργιου Πολυλά, ο οποίος πέθανε όταν ο Ιάκωβος ήταν έξι ετών, και της Ελένης το γένος Νικολάου Βούλγαρη. Η οικογένειά του ανήκε στις παλιές οικογένειες της Κέρκυρας με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Η μητέρα του ήταν μορφωμένη και του δίδαξε τα πρώτα γράμματα, καθώς και ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά) και αρχαία ελληνικά. Σημαντική για την πορεία του Πολυλά στάθηκε η μακρόχρονη σχέση του Σολωμού με την οικογένειά του. Το 1847 παντρεύτηκε την ευγενικής καταγωγής Αιμιλία Σορδίνα. Λόγω της αδύναμης υγείας της συζύγου του ο Πολυλάς αναγκάστηκε το 1852 να φύγει μαζί της για τη Νάπολη, όπου και έμειναν ως το 1852. Εκεί ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία. Το 1857 η Αιμιλία πέθανε σε ηλικία εικοσιεννέα χρόνων και ο Πολυλάς επέστρεψε στην Κέρκυρα. Η ίδια χρονιά σημαδεύτηκε από το θάνατο του Σολωμού και ο Πολυλάς εκφώνησε νεκρώσιμο λόγο στην κηδεία του. Από το 1857 ως το 1862 εργάστηκε στην Κέρκυρα ως βιβλιοφύλακας της Δημόσιας Βιβλιοθήκης. Το 1860 εκλέχτηκε γραμματέας της φιλολογικής εταιρείας Ιόνιος Εταιρεία. Την ίδια περίοδο διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στις πολιτικές διεργασίες για την Ένωση της Επτανήσου με το ελληνικό κράτος. Ίδρυσε τον πολιτικό σύλλογο "Αναγέννησις" και εξέδωσε την ομώνυμη εφημερίδα, προβάλλοντας την αναγκαιότητα της Ένωσης και μετά την πραγματοποίησή της την ολοκληρωτική διοικητική αφομοίωση της Επτανήσου στο ελληνικό βασίλειο. Το 1871 ίδρυσε τον πολιτικό σύλλογο και την εφημερίδα "Ρήγας Φεραίος" και κατόπιν τη σατιρική "Κώδων". Διετέλεσε βουλευτής Κέρκυρας στην κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη την περίοδο 1869-1879 και μετά από διαφωνίες του με τον τελευταίο προσχώρησε στο κόμμα του Δεληγιάννη ως το 1890. Επέστρεψε κατόπιν στην παράταξη του Τρικούπη δρώντας στην Κέρκυρα. Αποσύρθηκε από την πολιτική το 1892 και αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Πέθανε στην Κέρκυρα. Η πρώτη εμφάνιση του Πολυλά στη λογοτεχνία πραγματοποιήθηκε το 1855 με την έκδοση της μετάφρασής του της "Τρικυμίας" του Σαίξπηρ. Το 1891 δημοσίευσε το διήγημα "Ένα μικρό λάθος" στην Εστία και το 1892 το "Η Συγχώρεσις". Η πορεία του σφραγίστηκε από τη γνωριμία του με το Σολωμό, με προτροπή του οποίου μελέτησε γερμανική λογοτεχνία και για τον οποίο μετέφρασε έργα των Γκαίτε, Σίλλερ και Χέγκελ, κερδίζοντας παράλληλα ο ίδιος από το φιλτράρισμα του γερμανικού ιδεαλισμού μέσω της διάνοιας του Σολωμού. Σημαντική προσφορά του στάθηκε η πρώτη έκδοση των "Ευρισκομένων" του Σολωμού και τα προλεγόμενά της, καθώς και η συστηματική του προσπάθεια για δημιουργία μιας δημοτικής γλώσσας, ικανής να εκφράσει ανώτερες έννοιες και υψηλά ιδανικά. Μετέφρασε Σαίξπηρ (Τρικυμία, Άμλετ), Όμηρο (Οδύσσεια και Ιλιάδα), έγραψε τέσσερα ποιήματα και τρία διηγήματα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ιάκωβου Πολυλά βλ. Τέλλος Άγρας, "Πολυλάς Ιάκωβος", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 20, Αθήνα, Πυρσός, 1933, Κατερίνα Κωστίου, "Πολυλάς Ιάκωβος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 8, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Ράνια Πολυκανδριώτη, "Ιάκωβος Πολυλάς", στο "Η παλαιότερη πεζογραφική μας παράδοση", τ. Ζ΄ (1880-1900), Αθήνα, Σοκόλης, 1997, σελ. 146-162, Περιστέρης Παναγιώτης, "Χρονολόγιο Ιάκωβου Πολυλά", περιοδικό "Πόρφυρας" τχ. 84-85, 1-3/1998, σελ.144-145, Φαρμάκης Φρ., "Πολυλάς Ιάκωβος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 11, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., και Μιχάλης Μερακλής, Στέση Αθήνη, "Πολυλάς Ιάκωβος" στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Πατάκης, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Μαρτινέγκος - Ζαμπελάκης Ελισαβέτιος

Ζαλοκώστας Γεώργιος

Παράσχος Αχιλλεύς

Ραγκαβής Ρίζος Αλέξανδρος

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809 - 1892). Ο Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής γιος του Ιάκωβου Ρίζου-Ραγκαβή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1809, έζησε όμως από το 1813 ως το 1821 στην Αυλή του Αλεξάνδρου Σούτσου στο Βουκουρέστι και από το 1821 ως το 1825 στη Ρωσία. Πατέρας του ήταν ο Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής. Από το 1825 ως το 1829 σπούδασε στη στρατιωτική σχολή του Μονάχου με υποτροφία του Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου του Α΄ και αποφοίτησε με το βαθμό του ανθυπολοχαγού του πυροβολικού. Με το βαθμό αυτό υπηρέτησε για βραχύ χρονικό διάστημα στον ελληνικό στρατό αλλά σύντομα παραιτήθηκε και ασχολήθηκε με την πολιτική. Το 1832 επί κυβερνήσεως Ι.Κωλέττη διορίσθηκε σύμβουλος στο υπουργείο Παιδείας, όπου υπουργός ήταν ο θείος του Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός. Από τη θέση αυτή οργάνωσε τη λειτουργία του πρώτου πανεπιστημίου στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, καθώς επίσης της μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης . Οργάνωσε επίσης την Αρχαιολογική Εταιρεία, της οποίας ήταν γραμματέας ως το 1850 και την Αρχαιολογική Εφημερίδα, όπου δημοσίευσε διάφορα άρθρα. Το 1837 δημοσίευσε δύο τόμους με Μαθηματικά προβλήματα ένα τόμο με ποιήματα και την τραγωδία Κυρα Φροσύνη. Το 1839 παντρεύτηκε την αγγλίδα Καρολίνα Σκην. Το 1841 έγραψε μαζί με τον Ανδρέα Κορομηλά το εγχειρίδιο Ελληνική Χρηστομάθεια για το ομώνυμο σχολικό μάθημα. Το 1842 διορίστηκε σύμβουλος του Ι.Χρηστίδη, τότε υπουργού Εσωτερικών και από τη θέση αυτή συνέταξε διάφορα νομοσχέδια. Την ίδια χρονιά άρχισε να εκδίδει τη Συλλογή των ελληνικών αρχαιοτήτων. Το 1844 η εφαρμογή του νόμου περί αυτοχθόνων προκάλεσε παύση του από τα υπουργικά του καθήκοντα και ο Ραγκαβής διορίστηκε καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο. Το 1845 δημοσίευσε την κωμωδία Του κουτρούλη ο γάμος, η οποία μεταφράστηκε στα γερμανικά και συνοδεύτηκε από μουσική του καθηγητή του παρισινού ωδείου Δανχάουζερ. Το 1847 εξέδωσε το περιοδικό Ευτέρπη μαζί με τον Γρηγ.Καμπούρογλου. Το 1849 ξεκίνησε την έκδοση του περιοδικού Πανδώρα σε συνεργασία με τους Ν.Δραγούμη και Κ.Παπαρρηγόπουλο. Στην Πανδώρα δημοσιεύτηκαν πολλά διηγήματα του Ραγκαβή. Την ίδια εποχή δημοσίευσε σε τόμους τον Αυθέντη του Μωρέως, που μεταφράστηκε στα γερμανικά και γαλλικά. Το 1850 ταξίδεψε στην Αγγλία για οικογενειακούς λόγους. Από το 1853 ως το 1857 και ενώ μαινόταν ο Κριμαϊκός πόλεμος ο Ραγκαβής μαζί με τους Νικόλαο Δραγούμη, Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, Μάρκο Ρενιέρη και Ιωάννη Σούτσο εξέδωσε το γαλλόφωνο περιοδικό Spectateur de l' Orient, το οποίο υπηρέτησε τα ελληνικά δίκαια. Το 1855 οργάνωσε τις αρχαιολογικές ανασκαφές στο Ηραίο του Άργους. Κατόπιν επέστρεψε στην Αθήνα και εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος. Από το 1856 ως το 1859 διετέλεσε υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης του Δ.Βούλγαρη και επιμελήθηκε της ίδρυσης του Ζαππείου μεγάρου, της ανέγερσης του Αστεροσκοπείου Αθηνών και άλλων έργων. Το 1859 παραιτήθηκε. Το 1862 εξέδωσε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας Ευνομία και το 1866 δημοσίευσε την Ιστορία της αρχαίας καλλιτεχνίας και το έμμετρο δράμα Οι τριάκοντα τύραννοι. Την ίδια χρονιά αναγορεύτηκε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1867 διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον και το 1868 διορίστηκε πρεσβευτής στο Παρίσι. Από τις θέσεις αυτές ενίσχυσε σημαντικά την κρητική επανάσταση καθώς και το ζήτημα του Λαυρίου . Συμμετείχε επίσης στις διαδικασίες επανέναρξης των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ ελληνικού και τουρκικού κράτους μετά την κρητική επανάσταση . Το 1873 ξεκίνησε την έκδοση των Απάντων του και τη μετάφραση της Ιερουσαλήμ του Τορκουάτο Τάσσο. Το 1874 διορίστηκε πρεσβευτής στο Βερολίνο, όπου εκπροσώπησε την Ελλάδα, μαζί με τον Θ.Δεληγιάννη σε διεθνές συνέδριο μετά τη λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου. Το 1887 αποσύρθηκε από την πολιτική και έμεινε στην Πλάκα, όπου πέθανε το 1892. Εκτός από τους καρπούς της πολιτικής του δράσης ο Αλέξανδρος Ραγκαβής άφησε και σημαντικό λογοτεχνικό και φιλολογικό έργο. Στις πνευματικές επιδράσεις που δέχτηκε συγκαταλέγονται εκείνες του Σέλιγκ και του Τίρς, των οποίων παρακολούθησε μαθήματα στο Μόναχο, καθώς επίσης του ρομαντικού συγγραφέα Διονυσίου Ταγιαπιέρα (ωστόσο ο Ραγκαβής , για λόγους πολιτικής μάλλον, καταδίκασε το ρομαντισμό από τη θέση του εισηγητή του πανεπιστημιακού ποιητικού διαγωνισμού). Ο Ραγκαβής κάλυψε με το έργο του σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των ειδών του γραπτού λόγου, γράφοντας από στρατιωτικά συγγράματα, χρηστομάθειες, μαθηματικά προβλήματα, αρχαιολογικά δοκίμια και λεξικά έως ποίηση, θέατρο, λογοτεχνική μετάφραση, διήγημα και μυθιστόρημα. Στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας πέρασε κυρίως ως πρωτοπόρος της αφηγηματικής πεζογραφίας (διηγήματα και εκτενή αφηγήματα όπως ο Συμβολαιογράφος και ο Αυθέντης του Μορέως), ως θεατρικός συγγραφέας με την κωμωδία Του κουτρούλη ο γάμος αλλά και ως ποιητής. Η ποίησή του παρουσιάζει έντονα ρομαντικά στοιχεία, ωστόσο στην πορεία της ζωής του πέρασε από τη δημοτική γλώσσα στην καθαρεύουσα και καταδίκασε τις επιλογές του Σολωμού αλλά και του Κάλβου. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Ραγκαβής Ε.Ρ., «Ραγκαβής Αλέξανδρος Ρίζος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 21. Αθήνα, Πυρσός, 1933, χ.σ., «Ραγκαβής Αλέξανδρος Ρίζος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Φαρμάκης Φρ., «Ραγκαβής Αλέξανδρος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Χατζοπούλου Λίτσα, «Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής», Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Δ΄·1830-1880, σ.8-33. Αθήνα, Σοκόλης, 1996. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Βλάχος Άγγελος

Ο Άγγελος Βλάχος γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Σταύρου Βλάχου και της Σοφίας το γένος Τρικκαλιανού. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (αποφοίτησε το 1859) και το 1961 έφυγε για σπουδές στη Γερμανία, όπου παρέμεινε ως την έξωση του Όθωνα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εργάστηκε στα Υπουργεία Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης (1863 και 1895). Διετέλεσε επίσης τμηματάρχης του Υπουργείου Εξωτερικών της πρώτης κυβέρνησης του Χαριλάου Τρικούπη (θέση από την οποία πήρε μέρος στο Συνέδριο του Βερολίνου του 1878 και στη συνέχεια έγινε γενικός γραμματέας), βουλευτής Αττικής με το κόμμα του Τρικούπη (1885), πρεσβευτής στο Βερολίνο (1887-1890), νομάρχης Κέρκυρας (1893). Συνέβαλε αποφασιστικά στην ίδρυση του Βασιλικού Θεάτρου, αναγκάστηκε ωστόσο να παραιτηθεί πριν την έναρξη της λειτουργίας του και ανέλαβε τη διεύθυνσή του κατά τη διετία 1905-1906, εποχή που ήταν επίσης γενικός διευθυντής των Ελληνικών Τηλεγράφων και Ταχυδρομείων. Πέθανε στην Αθήνα. Συνεργάστηκε με πολλές αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά της εποχής του (Εφημερίς των Φιλομαθών, Αιών, Καιροί, Το Άστυ, Ακρόπολις, Αυγή, Ασμοδαίος, Εφημερίς, Ελπίς, Στοά , Πανδώρα, Χρυσαλλίς, Ιλισσός, Παρισινή Ηχώ, Παρνασσός, Εστία κ.α.). Ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, την κριτική, τη φιλολογία. Στο χώροτης πεζογραφίας ο Άγγελος Βλάχος ξεκίνησε τη λογοτεχνική του διαδρομή από το χώρο του ρομαντισμού της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής, γρήγορα όμως στράφηκε προς μια ρεαλιστική απεικόνιση της καθημερινής ζωής στην Αθήνα , που βρισκόταν τότε στα πρώτα στάδια της αστικοποίησης. Υποστηρίζοντας εξάλλου την άποψη του περί παρακμής του δυτικού πολιτισμού ο Βλάχος πρόβαλε μια ιδεαλιστικής καταγωγής ελληνοκεντρική κοσμοθεωρία στο χώρο της ποίησης, τακτική που προκάλεσε την περίφημη κριτική διαμάχη του με τον Εμμανουήλ Ροΐδη το 1877, με αφορμή την εισήγηση του τελευταίου στον ποιητικό διαγωνισμό του Παρνασσού τη χρονιά εκείνη. Ανάλογη υπήρξε και η πορεία του στο χώρο του θεάτρου, όπου υπήρξε ένας από τους εισηγητές της στροφής προς την ηθογραφία και υποστήριξε τη δημιουργία ενός είδους εθνικής κωμωδίας, η οποία συνδύαζε τη σατιρική αντιμετώπιση προσώπων και καταστάσεων της εποχής με σαφείς διδακτικές προθέσεις. Γενικότερα ο Άγγελος Βλάχος θεωρήθηκε ως πρόδρομος της λογοτεχνικής γενιάς του 1880. Στο χώρο της γλώσσας υιοθέτησε την απλή καθαρεύουσα, την οποία έκρινε ως ιδανική λύση στα πλαίσια της διαμάχης ανάμεσα στους αρχαϊστές και τους υποστηρικτές της δημοτικής. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Άγγελου Βλάχου βλ. Γκότση Γεωργία, «Άγγελος Βλάχος», Η παλαιότερη πεζογραφία μας · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΕ΄ · 1830-1880, σ.194-239. Αθήνα, Σοκόλης, 1996, Γιαλουράκης Μανώλης, «Βλάχος Άγγελος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας4. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Στέφος Δημήτρης, «Βλάχος Άγγελος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984. (πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Προβελέγγιος Αριστομένης

Καμπάς Γ. Νίκος

Δροσίνης Γεώργιος

Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951). Ο Γεώργιος Δροσίνης καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών του Μεσολογγίου και γεννήθηκε στην Αθήνα. Τις εγκύκλιες σπουδές του παρακολούθησε στη Βαρβάκειο Σχολή και το Λύκειο Σουρμελή. Σπούδασε Νομική και, με σύσταση του Νικολάου Πολίτη, Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ιστορία Καλών Τεχνών και ξένης φιλολογίας στη Γερμανία (Λειψία, Δρέσδη, Βερολίνο 1885-1888). Επέστρεψε στην Αθήνα και από το 1889 ως το 1897 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού της Εστίας, που ο ίδιος μετέτρεψε σε εφημερίδα το 1894. Την ίδια περίοδο διηύθυνε επίσης τα περιοδικά Εθνική Αγωγή και Μελέτη (που ίδρυσε επίσης). Το 1899 μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα ίδρυσαν το Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, όπου εξέδωσε λογοτεχνικά έργα, λαογραφικές και άλλες μελέτες. Το 1901 ίδρυσε τις σχολικές βιβλιοθήκες και το 1908 το εκπαιδευτικό μουσείο. Συνέβαλε επίσης στην ανέγερση του Οίκου Τυφλών και της Σεβαστοπούλειας Επαγγελματικής Σχολής, του Α΄ Εκπαιδευτικού Συνεδρίου του 1907 και της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας (1908). Από το 1914 και ως το 1923 διετέλεσε τμηματάρχης του υπουργείου Παιδείας με ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, ενώ υπήρξε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το έτος ίδρυσής της (1926). Από το 1922 διηύθυνε το Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος, ενώ. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1879 με ποιήματά του στο περιοδικό Ραμπαγάς. Στην πρώτη φάση της λογοτεχνικής παραγωγής του ανήκουν οι συλλογές Ιστοί αράχνης (1880) και Σταλακτίται (1881), με τις οποίες εντάχτηκε στους νεωτεριστές ποιητές που απομακρύνθηκαν από το πομπώδες ύφος των αθηναίων ρομαντικών της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Με τις συλλογές Ειδύλλια (1884) και Γαλήνη (1902) προσχώρησε στη γενιά του 1880, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα ως το 1930 με τη συλλογή Βραδιάζει, καθώς επίσης διηγήματα και μυθιστορήματα. Πέθανε στην Κηφισιά το 1951. Ο Γεώργιος Δροσίνης εντάσσεται στους ποιητές της νέας Αθηναϊκής Σχολής, κυρίως λόγω της δημοτικής γλώσσας και της απλότητας της έκφρασης της ποίησής του, καθώς και των επιρροών που δέχτηκε από τους παρνασσιστές γάλλους ποιητές και την παρνασσική ποίηση του Παλαμά. Στην πεζογραφία του επηρεασμένος από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, το Νικόλαο Πολίτη και τον ΄Άγγελο Βλάχο, αλλά και από τις σπουδές του στη Γερμανία (υπήρξε δια βίου θαυμαστής των Schiller, Wagner και Goethe), επέλεξε συχνά θέματα από τη ζωή στην ελληνική επαρχία προτάσσοντας μια ειδυλλιακή αντιμετώπισή της. Τοποθετείται έτσι στην πρώτη φάση της ηθογραφικής πεζογραφίας στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γεώργιου Δροσίνη βλ. Αγγελάτος Δημήτρης, «Δροσίνης Γεώργιος», Παγκόσμιιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Κατσή - Χρυσογέλου ΄Αννα, «Γεώργιος Δροσίνης» , Η παλαιότερη πεζογραφία μας·Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΖ΄ (1880-1900). Αθήνα Σοκόλης, 1997, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Δροσίνης Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Μερακλής Μ.Γ., «Γεώργιος Δροσίνης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.304-307. Αθήνα, Σοκόλης, 1977. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Πολέμης Ιωάννης

Ιωάννης Πολέμης (1860-1938). Ο Ιωάννης Πολέμης γεννήθηκε στην Αθήνα, καταγόμενος από ιστορική οικογένεια του Βυζαντίου. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, γρήγορα ωστόσο εγκατέλειψε τις σπουδές του, καθώς τον είχε από νωρίς έλξει η λογοτεχνία. Διετέλεσε γραφέας του Υπουργείου Παιδείας, υπογραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών και γραμματέας της Σχολής Καλών Τεχνών, ενώ υπήρξε επίσης ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1880, όταν δημοσίευσε το πεζογράφημά του Ρέα Κυβέλη στο περιοδικό Αι Μούσαι, ενώ μέσω του ομώνυμου συλλόγου ήρθε σε επαφή με τον Παλαμά και τους ποιητές του κύκλου του. Καρπός της επαφής αυτής στάθηκε η στροφή του Πολέμη από την καθαρεύουσα στη δημοτική γλώσσα, στην οποία έγραψε και δημοσίευσε τα επόμενα ποιήματα και πεζά του στον Ραμπαγά και την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Ποιήματα (1883). Από το 1884 ξεκίνησε να αρθρογραφεί με το ψευδώνυμο Guerrier στον Ασμοδαίο του Εμμανουήλ Ροΐδη και στο Άστυ και με το πραγματικό του όνομα στην Εβδομάδα, την Ποικίλη Στοά, το Εθνικό Ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Σκόκκου και αλλού. Το 1888 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο Χειμωνανθοί και την ίδια χρονιά έφυγε για σπουδές ιστορίας της τέχνης και αισθητικής στο Παρίσι με υποτροφία του Δήμου Αθηναίων. Στο Παρίσι γνωρίστηκε με τους Λεγκράν, Σαιντ Ιλλαίρ, Ψυχάρη, Ρενάν και Κοππέ. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1890 και πήρε το Α΄ βραβείο στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό με τη συλλογή του Ερείπια, εξ’ ημισείας με τον Κωστή Παλαμά για τη συλλογή του Τα μάτια της ψυχής μου. Ως το 1922 συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα, πάντα με επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό, ενώ η συλλογή Σπασμένα μάρμαρα βραβεύτηκε το 1917 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Δημοσίευσε επίσης ανθολογίες και πεζογραφήματα, ενώ ασχολήθηκε με το θέατρο, συγγράφοντας αρχικά έμμετρα δράματα με βυζαντινή θεματολογία στη δημοτική (από τα οποία η Πρόκρις παραστάθηκε στο Βασιλικό Θέατρο) και αργότερα μονόπρακτα (τα οποία βραβεύτηκαν στον Αβερώφειο διαγωνισμό μαζί με το τρίπρακτο Βασιλιάς Ανήλιαγος), καθώς και πολύπρακτα έργα. Μετέφρασε έργα των Σαπφούς, Ανακρέοντα, Θεοκρίτου, Ευριπίδη, Ουγκώ, Μιστράλ, Μολιέρου, Αριστοφάνη και άλλων. Πέθανε το 1925 από βρογχοπνευμονία. Το έργο του Ιωάννη Πολέμη τοποθετείται χρονικά στο πέρασμα από το ρομαντισμό της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Η γραφή του χαρακτηρίζονται από μελαγχολική διάθεση που παραπέμπει στην ποίηση του Αχιλλέα Παράσχου. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ιωάννη Πολέμη βλ. Άγρας Τέλλος, "Πολέμης Ιωάννης", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 20. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Γιαλουράκης Μανώλης, "Πολέμης Ιωάννης", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μερακλής Μ.Γ., "Ιωάννης Πολέμης", Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.314-317. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και χ.σ., "Πολέμης Ιωάννης", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Παλαμάς Κωστής

Ο Κωστής Παλαμάς ήταν απόγονος μιας παλαιάς οικογένειας που εμφανίσθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Γενάρχης της υπήρξε ο Παναγιώτης Παλαμάρης. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859. Σε ηλικία 7 χρονών έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς. Σε ηλικία μόλις 16 χρονών αρχίζει σπουδές νομικής, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του. Το 1876 έρχεται στην Αθήνα όπου και γράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Γρήγορα όμως θα εγκαταλείψει τη Νομική, και έτσι αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Παρά το ότι θα ασχοληθεί με τη ΝΕΑ ελληνική λογοτεχνία, το πρώτο του έργο, που θα δημοσιευτεί το 1876 με τίτλο "Ερώτων 'Eπη" θα γραφτεί σε υπερκαθαρεύουσα. Το 1886 θα κυκλοφορήσει η πρώτη του συλλογή στη δημοτική και το 1889 δημοσιεύεται ένα από τα καλύτερα έργα του, ο "Ύμνος της Αθηνάς", ο οποίος θα βραβευτεί στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Αυτό είναι και το πρώτο του βραβείο. Εισηγητής του διαγωνισμού αυτού ήταν ο Νικόλαος Πολίτης. Το 1892 δημοσιεύει τη συλλογή "Τα μάτια της ψυχής μου", η οποία βραβεύτηκε και αυτή, το 1890. Το 1897 γίνεται γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δουλειά για την οποία αμοιβόταν αρκετά καλά, και έτσι απέκτησε την οικονομική άνεση για να συνεχίσει το έργο του. 'Ενα χρόνο αργότερα, το 1898, δημοσιεύει δύο ποιητικές συλλογές, το "'Αστυ" και τον "Τάφο". Ακολουθεί μια περίοδος έμπνευσης και ο Παλαμάς γράφει το 1900 τους "Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης", το 1904 την "Ασάλευτη Ζωή", το 1907 τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου", το 1910 την "Φλογέρα του Βασιλιά" και το 1919 "Τα Δεκατετράστιχα", τα οποία δημοσιεύονται και στην Αλεξάνδρεια. Το 1925 παίρνει το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και με την ίδρυση της Ακαδημίας των Αθηνών γίνεται και ένα από τα βασικά στελέχη της. Το 1928 δημοσιεύει τους "Δειλούς και σκληρούς στίχους" (Σικάγο) και το 1930 ή, κατά άλλους, το 1931 γίνεται πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Πεθαίνει στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 1943, και η πάνδημη κηδεία του μετατρέπεται σε εκδήλωση αντίστασης του ελληνικού λαού εναντίον του Γερμανού κατακτητή.

Εφταλιώτης Αργύρης

Ο Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923) (ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη) γεννήθηκε στο Μόλυβο της Λέσβου, γιος του δασκάλου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη. Στη γενέτειρά του πέρασε τα παιδικά και μαθητικά χρόνια του και πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο ιδιωτικό σχολείο του πατέρα του. Το 1866 πέθανε ο πατέρας του και ο δεκαεφτάχρονος τότε Αργύρης ανέλαβε να συνεχίσει τη διδασκαλία των συμμαθητών του ως το τέλος της χρονιάς. Το 1866 ξενιτεύτηκε λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η οικογένειά του. Εργάστηκε αρχικά στην Πόλη, κοντά στον τραπεζίτη αδερφό της μητέρας του και κατόπιν στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Αλέξανδρο Πάλλη και τον Δ.Π.Πετροκόκκινο και εντάχτηκε στον πυρήνα του δημοτικιστικού κινήματος. παράλληλα υπήρξε ενεργό μέλος του ελληνικού φιλολογικού συλλόγου Λόγιος Ερμής του Μάντσεστερ, πραγματοποίησε ομιλίες, μελέτησε τους αρχαίους έλληνες κλασικούς, καθώς επίσης άγγλους και γάλλους λογοτέχνες και μπήκε σε λόγιους και λογοτεχνικούς κύκλους. Η εμπορική του σταδιοδρομία στην Αγγλία υπήρξε επιτυχημένη και σύντομα άνοιξε κατάστημα με τη δική του επωνυμία. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 1870-1880 προσλήφθηκε στον εμπορικό οίκο των αδελφών Ράλλη και εγκαταστάθηκε στο Λίβερπουλ. Εκεί παντρεύτηκε την Ελισσάβετ Γκράχαμ. Στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας ταξίδεψε σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας και στη Βομβάη των Ινδιών με έξι ενδιάμεσες επισκέψεις στην Ελλάδα ως το τέλος της ζωής του. Το 1891 επισκέφτηκε το Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Ψυχάρη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του κλονίστηκε η ψυχική υγεία του και αποσύρθηκε στο Cab d' Antibes της Γαλλίας, όπου πέθανε σε ηλικία 74 χρόνων. Η είσοδος του Εφταλιώτη στο χώρο της λογοτεχνίας τοποθετείται χρονικά γύρω στο 1869 με μεταφράσεις ποιημάτων και συγγραφή πρωτοτύπων ποιητικών έργων σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως η Ελληνική Βιβλιοθήκη. Ακολούθησαν μεταφράσεις έργων των Μπάιρον και Μακώλεϋ. Το 1889 με προτροπή του Αλέξανδρου Πάλλη που στάθηκε στενός φίλος και πνευματικός οδηγός του πήρε μέρος στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό με τη συλλογή του Τραγούδια ξενιτευμένου, που τιμήθηκε με έπαινο. Τον επόμενο χρόνο πήρε ξανά μέρος στον ίδιο διαγωνισμό με τις συλλογές Ο καθρέφτης του πύργου μου και Αγάπης λόγια, δε βραβεύτηκε ωστόσο, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση μεταξύ άλλων και του Παλαμά, ο οποίος επαίνεσε το έργο του Εφταλιώτη, απέδωσε την αδικία κατά του ποιητή στο ότι η γλώσσα του ήταν δημοτική και εναντιώθηκε στον τότε εισηγητή της κριτικής επιτροπής του Φιλαδέλφειου Άγγελο Βλάχο. Ο Εφταλιώτης συνέχισε να γράφει ποιήματα, όχι όμως συστηματικά. Από το 1891 στράφηκε συστηματικά προς την πεζογραφία, καλλιεργώντας τη δημοτική γλώσσα και εμμένοντας θεματικά στον πόνο της ξενιτιάς και τη λαχτάρα των ξενιτεμένων για την πατρίδα. Το πιο χαρακτηρηστικό πεζογράφημά του είναι οι Νησιώτικες ιστορίες, που εκδόθηκαν το 1894 και αποτελούν συλλογή ηθογραφικών διηγημάτων που δημοσίευε από το 1889 στην Εστία. Το 1900 εξέδωσε τη Μαζώχτρα και το Βουρκόλακα το μοναδικό θεατρικό έργο του (εμπνευσμένο από το τραγούδι Του νεκρού αδελφού και με στόχο την ανανέωση της νεοελληνικής δραματουργίας με θέματα από τη σύγχρονη ιστορία). Στη Μαζώχτρα ο Εφταλιώτης αποπειράται ένα πέρασμα από την απλή ηθογραφία στην ψυχογραφική διείσδυση. Έγραψε επίσης ένα μυθιστόρημα το Ο Μανόλης ο Ντελμπεντέρης. Παράλληλα από το 1892 ασχολήθηκε με τη διδακτική πεζογραφία και τις ιστορικές μελέτες, εκδίδοντας την Ιστορία της Ρωμιοσύνης (1901) και τα Ιστορικά ξεγυμνώματα (1908). Το 1914 ξεκίνησε να μεταφράζει την Οδύσσεια του Ομήρου, έργο που έμεινε ανολοκλήρωτο λόγω του θανάτου του. Τη συνέχισή του (ραψωδίες φ΄ - ω΄) ανέλαβε ο Νικόλαος Ποριώτης. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αργύρη Εφταλιώτη βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Εφταλιώτης Αργύρης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Θωμαΐδου- Μώρου Μάρθα , «Εφταλιώτης Αργύρης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Μερακλής Μ.Γ., «Αργύρης Εφταλιώτης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.262-265. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και Παγανός Γ.Δ. «Αργύρης Εφταλιώτης», Η παλαιότερη πεζογραφική μας παράδοση · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Η΄ (1880-1900). Αθήνα, Σοκόλης, 1997. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Πάλλης Α. Αλέξανδρος

Καμπούρογλου Γ. Δημήτριος

Δημήτριος Καμπούρογλου (1852-1942). Ο Δημήτριος Καμπούρογλου γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Kωνσταντινουπολίτη Γρηγορίου Καμπούρογλου, λόγιου και ιδρυτή της πρώτης εθνικής θεατρικής σκηνής στη χώρα μας, και της Μαριάννας το γένος Σωτηριανού - Γέροντος από την Αθήνα. Μεγάλωσε σε υψηλό πνευματικό περιβάλλον, καθώς και η μη��έρα του ήταν εξαιρετικά μορφωμένη για την εποχή. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και άσκησε στη δικηγορία για δεκαπέντε χρόνια. Στη συνέχεια εργάστηκε στο δημόσιο τομέα [Πρωτοδικείο Αθηνών (1872-1873), Αρχαιολογική Εταιρεία, Εθνική Βιβλιοθήκη, της οποίας διετέλεσε και διευθυντής (1904-1917)]. Ασχολήθηκε παράλληλα με τη δημοσιογραφία. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς του συγκέντρωσε ιστορικό και χρονογραφικό υλικό για την Αθήνα, επανέκδωσε το ιδρυμένο από τον πατέρα του περιοδικό "Εβδομάς", του οποίου ανέλαβε και τη διεύθυνση (1884-1886) και κυκλοφόρησε το λαογραφικό περιοδικό "Δίπυλον" (1910-1912). Τιμήθηκε με το κρατικό Αριστείο των Γραμμάτων (1923) και υπήρξε μέλος (από το 1927) και πρόεδρος (1934) της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1932 γιόρτασε τα πενήντα χρόνια της φιλολογικής του δραστηριότητας στο σύλλογο Παρνασσός. Πέθανε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1872, φοιτητής ακόμη, με την υποβολή της κωμωδίας του "Ευσυνειδησία και Ασυνειδησία" στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό, στον οποίο βραβεύτηκε τον επόμενο χρόνο για την ποιητική συλλογή "Η φωνή της καρδιάς μου". Ακολούθησαν πολλές δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων του, με τα οποία κάλυψε πολλούς τομείς του γραπτού λόγου. Ο Δημήτριος Καμπούρογλου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της λεγόμενης γενιάς του 1880. Στο σύνολο του έργου του κυριαρχεί η πρόθεσή του να καταγράψει την ιστορία της Αθήνας, για την οποία έτρεφε βαθιά αγάπη, και να αναδείξει μέσω του λόγου του την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού στο πέρασμα των αιώνων. Για το λόγο αυτό στράφηκε τόσο στην ιστορική και λαογραφική μελέτη του παρελθόντος, κυρίως της περιόδου της τουρκοκρατίας, όσο και στην παρατήρηση της σύγχρονής του πραγματικότητας με έμφαση στα λαϊκά κοινωνικά στρώματα. Στον τομέα της γλώσσας κινήθηκε στα πλαίσια μιας συγκρατημένης δημοτικιστικής έκφρασης. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημήτριου Καμπούρογλου βλ. Γιάκος Δημ., "Καμπούρογλους Δημήτριος", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μερακλής Μ.Γ., "Δημήτριος Καμπούρογλου", Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.194-197. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Παπαγεωργίου Κώστας Γ., "Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους", Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΖ’ (1880-1900), σ.52-69. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Σολωμού Αλίκη, "Καμπούρογλου Δημήτριος", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985 και Σπεράντσας Σ.Γ., "Καμπούρογλου Δημήτριος Γρ.", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 13. Αθήνα, Πυρσός, 1933. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Ταγκόπουλος Π. Δημήτριος

Δημήτρης Π. Ταγκόπουλος (1867-1926). Ο Δημήτρης Ταγκόπουλος γεννήθηκε στην Ύδρα, όπου υπηρετούσε ως έπαρχος ο αρκαδικής καταγωγής πατέρας του. Η μητέρα του καταγόταν από την Αθήνα. Και οι δυο γονείς του κρατούσαν από οικογένειες αγωνιστών του ’21. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (αποφοίτησε το 1890) και κατά τη διάρκεια των σπουδών του συνδέθηκε φιλικά με τον Κλεάνθη Τριανταφύλλου, συνεκδότη του πολιτικού και σατιρικού περιοδικού Ραμπαγάς (από κοινού με το Βλάση Γαβριηλίδη). Μέσω του Τριανταφύλλου ο Ταγκόπουλος άρχισε να γράφει στο Ραμπαγά και συνδέθηκε με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους. Ακολούθησε συνεργασία του με το Άστυ και το 1894 εξέδωσε τη σατιρική εφημερίδα Δον Κιχώτης. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την Αικατερίνη Κυπαρίσση και εγκαταστάθηκε μαζί της στους Σοφάδες στη Θεσσαλία, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια εργαζόμενος ως γιατρός. Με τη γυναίκα του απέκτησε ένα γιο τον Πάνο και μια κόρη τη Μυριέλα. Τα χρόνια της παραμονής του στη Θεσσαλία σήμαναν και τη διακοπή της παρουσίας του στα αθηναϊκά φύλλα, με εξαίρεση του Εθνικόν Ημερολόγιον του Κ.Φ.Σκόκου, όπου εξακολούθησε να δημοσιεύει κάποια άρθρα. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1899 και από τότε σταμάτησε να ασκεί του ιατρικό επάγγελμα και στράφηκε στη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε ως αρχισυντάκτης με την εφημερίδα του Άδωνη Κύρου Εστία (1899-1902), όπου διατηρούσε και στήλη χρονογραφήματος με τίτλο Φαινόμενα και πράγματα και ψευδώνυμο Νουμάς, ενώ τον Ιανουάριο του 1903 πραγματοποίησε την έκδοση του περιοδικού Νουμάς, οργάνου του Ταγκόπουλου στην προσπάθειά του να καυτηριάσει τη σύγχρονή του κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, που στα τριάντα χρόνια της κυκλοφορίας του θεωρήθηκε ως το σύμβολο του δημοτικισμού στην Αθήνα. Ο Ταγκόπουλος ξεκίνησε χρησιμοποιώντας μικτή γλώσσα. Η μεταμόρφωση του Νουμά σε δημοτικιστικό όργανο πραγματοποιήθηκε με την επέμβαση των δημοτικιστών του εξωτερικού και ιδιαίτερα του Αλέξανδρου Πάλλη και του Δημήτρη Πετροκόκκινου, οι οποίοι στήριξαν οικονομικά το έντυπο, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί ο Ταγκόπουλος σε άμεση οικονομική εξάρτηση και υποταγή στον ψυχαρικό προσανατολισμό που επιβλήθηκε. Αξιοσημείωτος είναι ο αγώνας που πραγματοποίησε ο Ταγκόπουλος, προκειμένου να εξασφαλίσει την αδιάκοπη κυκλοφορία του Νουμά από το 1903 ως το 1917, αλλά και τη συνεργασία προσωπικοτήτων όπως οι: Κωστής Παλαμάς, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Νίκος Καζαντζάκης, Ρήγας Γκόλφης, Κώστας Παρορίτης, Αργύρης Εφταλιώτης κ.α. Μετά το κλείσιμο του 1917, ο Νουμάς επανακυκλοφόρησε για σύντομα χρονικά διαστήματα από το γιο του Ταγκόπουλου Πάνο (1922-1924 και 1929-1931). Το 1919 και ενώ είχε διοριστεί υπάλληλος στην υπηρεσία προληπτικής λογοκρισίας καταδικάστηκε σε φυλάκιση τεσσάρων μηνών για αμέλεια σε δημοσίευμα της εφημερίδας Αθηναϊκή, το οποίο θεωρήθηκε πως αποκάλυπτε στοιχεία για τη δράση του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου στο εξωτερικό. Αποφυλακίστηκε με απονομή χάριτος μετά από εικοσιοχτώ ημερών κράτηση στις φυλακές Συγγρού και διορίστηκε με κυβερνητική απόφαση γραμματέας στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών (1923). Πέθανε στην Αθήνα, κλονισμένος ψυχικά και σωματικά από το θάνατο της κόρης του το 1924. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1890 με τη δημοσίευση της ποιητικής συλλογής Πρώτοι στίχοι. Το σύνολο του ποιητικού, πεζογραφικού και θεατρικού έργου του Ταγκόπουλου είναι στρατευμένο στην υπηρεσία του κοινωνικού και γλωσσικού του αγώνα. Η στράτευσή του έδρασε μάλλον ανασταλτικά στην ολοκλήρωση της λογοτεχνικής του φυσιογνωμίας, καθώς, ενώ ξεκίνησε υιοθετώντας τη δημοτική του Ψυχάρη για να προωθήσει την κριτική του στάση έναντι των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών της εποχής του, στην πορεία απομονώθηκε στο χώρο του γλωσσικού και ασπάστηκε τη θεωρία της μεσσιανικής και ιδεαλιστικής οπτικής του καλλιτέχνη, με αποτέλεσμα να αποξενωθεί τόσο από τους ψυχαριστές, οι οποίοι δεν ενέκριναν την κοινωνιστική προοπτική της γραφής του, όσο και από τους διαλλακτικότερους δημοτικιστές, καθώς παρέμεινε δογματικός στο θέμα της γλωσσικής έκφρασης. . Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημήτριου Ταγκόπουλου βλ. Άγρας Τέλλος, «Ταγκόπουλος Δημήτριος Π.», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 22. Αθήνα, Πυρσός, 1933, Μερακλής Μ.Γ., «Δημήτριος Ταγκόπουλος», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.292-294. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Σταυρίδη - Πατρικίου Ρένα, «Δημήτρης Π. Ταγκόπουλος», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Θ΄ (1900-1914), σ.424-448. Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και χ.σ., «Ταγκόπουλος Δημήτριος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Μαβίλης Λορέντζος

Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912). Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1860, όπου υπηρετούσε τότε ο δικαστικός πατέρας του Παύλος με καταγωγή από την Ισπανία. Η μητέρα του, που καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια Δούσμανη, είχε περάσει μέρος της ζωής της κοντά στον αγροτικό πληθυσμό της Κέρκυρας και αγάπησε τη λαϊκή γλώσσα και τέχνη και την αγάπη αυτή μετέδωσε στον γιο της. Μεγάλη επίδραση στην προσωπικότητα του Μαβίλη άσκησε ο Ιάκωβος Πολυλάς, του οποίου υπήρξε φίλος και μαθητής. Μαθήτευσε στο εκπαιδευτήριο Καποδίστριας της Κέρκυρας και κατόπιν στο κερκυραϊκό γυμνάσιο, με καθηγητή τον Ιωάννη Ρωμανό, ο οποίος τον έκανε μέλος της Αναγνωστικής Εταιρείας. Μετά το γυμνάσιο έφυγε για την Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή. Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε και η γνωριμία του με τον Χαρίλαο Τρικούπη, μέσω του Πολυλά. Το 1879 έφυγε για τη Γερμανία , όπου έμεινε για δεκατέσσερα χρόνια. Εκεί μελέτησε τους αρχαίους κλασικούς και έμαθε Ιταλικά, Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά, καθώς επίσης Σανσκριτικά. Στη Γερμανία ο Μαβίλης ολοκλήρωσε τις σπουδές του και το 1890 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Erlangen. Το 1893 επέστρεψε στην Κέρκυρα όπου εντάχτηκε στην Κερκυραϊκή Σχολή, συνδέθηκε δε ιδιαιτέρως με τον Κων/νο Θεοτόκη. Κατόπιν στρατεύτηκε και το 1896 έγινε μέλος της Εθνικής Εταιρείας . Το 1897 έφυγε για την Κρήτη προς ενίσχυση του εκεί επαναστατικού κινήματος και κατέληξε στην Ήπειρο επικεφαλής σώματος ανταρτών. Στις εκλογές του 1910 απέκτησε βουλευτικό αξίωμα με το κόμμα των Φιλελευθέρων και από αυτή τη θέση αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Σημειώνεται επίσης ο ερωτικός δεσμός του Λορέντζου Μαβίλη με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου). Το 1912 σε ηλικία πενήντα τριών ετών πήρε μέρος στην εκστρατεία της Ηπείρου και σκοτώθηκε στη μάχη του Δρίσκου. Στο έργο του Μαβίλη έντονη παρουσιάζεται η σολωμική επίδραση, κυρίως στη δημοτική γλώσσα του και στο κυρίαρχο πατριωτικό συναίσθημα. Επίδραση δέχτηκε επίσης από τις παραδόσεις του Φίχτε, τις οποίες παρακολούθησε στη Γερμανία, και από τη φιλοσοφία του Καντ. Από το πρωτότυπο έργο του γνωστότερα είναι τα σονέτα του, τα οποία χαρακτηρίζονται από πληρότητα μορφής, ενώ έγραψε και πολλές μεταφράσεις.Τα πιο γνωστά σονέτα του: Λήθη, Καλλιπάτειρα, Ελιά, Μούχρωμα. Στην ποίηση του Μαβίλη συναντώνται τα ρεύματα του γερμανικού συμβολισμού με το επίσης γερμανικής προέλευσης σοσιαλιστικό πνεύμα του και τη μεγάλη αγάπη του για την πατρίδα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Λορέντζου Μαβίλη βλ. Χ.Δ. Γουνελάς, "Μαβίλης Λορέντζος" στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 5, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, Μαρία Μαντουβάλου, "Λορέντζος Μαβίλης" στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 9, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Παναγιώτης Περιστέρης, "Χρονολόγιο Λορέντζου Μαβίλη", περιοδικό "Πόρφυρας" (Κέρκυρα), τχ. 91, 7-9/1999, σ. 116-117. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών ΕΚΕΒΙ).

Θεοτόκης Κωνσταντίνος

Θεοτόκης Κωνσταντίνος (1872-1923). Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε το 1872 στην Κέρκυρα, γιος του Μάρκου Θεοτόκη και της Αγγελικής ��ολυλά, ανιψιάς του Ιάκωβου Πολυλά. Είχε δυο αδερφούς. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο ιδιωτικό σχολείο Κοντούτη, στη συνέχεια φοίτησε για οχτώ χρόνια στο Εκπαιδευτήριο Καποδίστριας και τέλειωσε το γυμνάσιο το 1888. Μαθητής ακόμα έγραψε το σχολικό εγχειρίδιο Εγχειρίδιον προς κατασκευήν διαφόρων εκ χάρτου παιγνίων. Μέρος πρώτον : Το πτηνόν. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και το ενδιαφέρον του για τις φυσικές επιστήμες και το 1884 σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών εξέδωσε με τον αδερφό του Κωνσταντίνο την εφημερίδα Ελπίς. Το 1887 εξέδωσε μια μελέτη για τον ηλεκτροχημικό τηλέγραφο και έστειλε μια μελέτη για το κυβερνώμενο αερόστατο στη Γαλλική Ακαδημία των Επιστημών που επαινέθηκε.Το 1889 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης για σπουδές φυσικομαθηματικών επιστημών. Η κοσμική και σπάταλη ζωή που επέλεξε τον οδήγησε δυο χρόνια αργότερα για συνέχιση των σπουδών του στη Βενετία. Εκεί σύναψε δεσμό με τη βαρώνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς, δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερή του, από την οποία χώρισε προσωρινά κατόπιν παρέμβασης του πατέρα του τον ίδιο χρόνο, την παντρεύτηκε όμως δυο χρόνια αργότερα στη Βοημία. Ένα χρόνο αργότερα εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στον πύργο των Καρουσάδων. Τότε χρονολογείται και η έναρξη της βαθιάς φιλίας του με το Λορέντζο Μαβίλη, με τον οποίο πήρε μέρος στην κρητική επανάσταση και στον πόλεμο του 1897 και από τον οποίο υιοθέτησε το ενδιαφέρον του για τη σανσκριτική μυθολογία. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος έφυγε για σπουδές έξι μηνών στο Γκρατς της Αυστρίας, όπου ήρθε σε επαφή με τη σκέψη του Μαρξ και του Νίτσε και στράφηκε προς τις θεωρητικές επιστήμες. Το 1895 εξέδωσε ένα ρομάντζο στα γαλλικά, το 1899 δημοσίευσε σε συνέχειες το Πάθος και το Πίστομα στο περιοδικό Τέχνη του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Το 1900 πέθανε η κόρη του Ερνεστίνη από μηνιγγίτιδα σε ηλικία πέντε ετών. Το 1901δημοσίευσε στο Διόνυσο το διήγημα Juventus Mundi και τον επόμενο χρόνο την Κασσώπη. Το 1902 επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Σολωμού και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε ένα άρθρο για το Σολωμό στην εφημερίδα Neue Presse της Βιέννης. Το 1903 γνωρίστηκε με την μετέπειτα στενή φίλη του Ειρήνη Δεντρινού και το 1904 δημοσίευσε στο Νουμά τη διατριβή του Σανσκριτική και καθαρεύουσα. Το 1905 οργάνωσε συνέδριο δημοτικιστών στην Κέρκυρα με αφορμή την εκεί επίσκεψη του Αλέξανδρου Πάλλη. Οι καλεσμένοι επίσης Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Ψυχάρης και Ιωάννης Γρυπάρης δεν παρευρέθηκαν. Στη διετία 1907-1909 βρέθηκε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου για σπουδές και επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου υποδέχτηκε τον σοσιαλιστή Μαζαράκη. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κερκύρας και κατόπιν του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας και το 1912 τιμήθηκε με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος από την κυβέρνηση, βραβείο που όμως δε δέχτηκε. Το 1916 συμμετείχε σε ειδική αποστολή του επαναστατικού κινήματος Θεσσαλονίκης στη Ρώμη μετά από ανάθεση του τότε υπουργού Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη. Επέστρεψε στην Κέρκυρα και διορίστηκε αντιπρόσωπος της κυβέρνησης στην Κέρκυρα, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο. Το 1917 μετά την πτώση της αυστροουγγρικής μοναρχίας ο Θεοτόκης και η σύζυγός του καταστράφηκαν οικονομικά. Η υγεία του κλονίστηκε. Εργάστηκε σποραδικά ως διευθυντής λογοκρισίας (για δυο μέρες), ως υπάλληλος των εκδόσεων Ελευθερουδάκη, της Υπηρεσίας Ξένων και Εκθέσεων και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ενώ δεν έπαψε σ’ όλη τη ζωή του να δημοσιεύει πεζογραφικά, ποιητικά και μεταφραστικά έργα του σε πολλά λογοτεχνικά και εφημερίδες (όπως Η Τέχνη, ο Νουμάς, ο Διόνυσος κ.α.).Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ δύσκολα λόγω της άθλιας οικονομικής του κατάστασης και της αρρώστιας του . Εγχειρίστηκε στον Ευαγγελισμό και οι γιατροί τον συμβούλεψαν να φύγει για την Κέρκυρα, όπου πέθανε την πρώτη Ιουλίου του 1923, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το τελευταίο του έργο με τίτλο Ο παπά Ιορδάνης περίχαρος και η ενορία του. Στο χώρο της πρωτότυπης λογοτεχνικής δημιουργίας ο Θεοτόκης ασχολήθηκε κυρίως με την πεζογραφία. Ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα (κυρίως κατά την περίοδο 1898-1910) με επιρροές από τον γερμανικό ιδεαλισμό και τη σκέψη του Νίτσε και θέματα μυθολογικά μεσαιωνικά και άλλα, όλα απομακρυσμένα από τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Σύντομα άλλαξε κατεύθυνση και διέγραψε μια εξελικτική πορεία από την ψυχογραφική ηθογραφία και την αισθητιστική γραφή, προς τον ιδεολογικά φορτισμένο κοινωνικό ρεαλισμό (επιρροές από το σοσιαλισμό) και το νατουραλισμό. Σταθμοί της πορείας του στάθηκαν Το Πάθος, Το Πίστομα, Η τιμή και το χρήμα, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλλα. Στο χώρο της ποίησης έγραψε 32 σονέτα με ερωτική κυρίως θεματολογία. Άξιες λόγου είναι επίσης οι φιλολογικές του μελέτες και οι εξαιρετικά φροντισμένες μεταφράσεις σημαντικών έργων της παλαιότερης και σύγχρονής του παγκόσμιας λογοτεχνίας (ο Θεοτόκης μιλούσε δέκα γλώσσες), με τις οποίες στόχευε στην πνευματική αφύπνιση του λαού, παράλληλα προς τον φίλο του Κωνσταντίνο Χατζόπουλο. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κωνσταντίνου Θεοτόκη βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, "Θεοτόκης Κωνσταντίνος", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Δάλλας Γιάννης, "Κωνσταντίνος Θεοτόκης", Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.182-230. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Καλαμαράς Βασίλης, "Εργοβιογραφία Κωσνταντίνου Θεοτόκη", Διαβάζω 92, 18/4/1984, σ.14-18, Λυκούργου Νίκη, "Θεοτόκης Κωνσταντίνος", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Μαρτζούκου Μαρία, "Χρονολόγιο Κωνσταντίνου Θεοτόκη", Πόρφυρας 57-58 (Κέρκυρα), 4-9/1991, σ.185-206 και Μαρτζούκου Μαρία, "Συγκριτικό χρονολόγιο Κωνσταντίνου Θεοτόκη", Πόρφυρας 80 (Κέρκυρα), 1-3/1997, σ.436-449. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Γρυπάρης Ν. Ιωάννης

Νιρβάνας Παύλος

Ο Παύλος Νιρβάνας (1866-1937, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη), γεννήθηκε στη Μαριούπολη της Ρωσίας, γιος του εμπόρου Κωνσταντίνου Απ. Κουμιώτη από τη Σκόπελο και της Μαριέτας Ιω. Ράλλη από τη γνωστή οικογένεια της Χίου. Σε παιδική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1890) και μετά την αποφοίτησή του κατατάχθηκε στο βασιλικό ναυτικό ως ανθυπίατρος. Η πορεία του ήταν ανοδική και ως το 1922, οπότε παραιτήθηκε με το βαθμό του αρχίατρου είχε διατελέσει πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών. Μετά την παραίτησή του αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Το 1928 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. Από τα μαθητικά του χρόνια έδωσε δείγματα της αγάπης του για τη λογοτεχνία και σε νεαρή ηλικία δημοσίευσε άρθρα στις εφημερίδες του Πειραιά "Σφαίρα" και "Πρόνοια". Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Νιρβάνα στα γράμματα τοποθετείται το 1884, οπότε εξέδωσε την ποιητική συλλογή "Δάφναι εις την 25ην Μαρτίου". Παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα (στις εφημερίδες "Άστυ", "Ακρόπολη" και από το 1905 στην "Εστία" με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος) και κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής ("Τέχνη", "Παναθήναια", "Νέα Εστία", "Το Περιοδικόν μας", "Ασμοδαίος", "Μη χάνεσαι", κ.α.). Σε νεαρή ηλικία πήρε επίσης μέρος στην έκδοση του σατιρικού περιοδικού "Αθήναι" ως μέλος της λογοτεχνικής Συντροφιάς των Δώδεκα. Η δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή είχε τίτλο "Παγά λαλέουσα" (1907) ενώ έγραψε επίσης μελέτες, κριτικά δοκίμια, διηγήματα, θεατρικά έργα και δύο μεταφράσεις από τον Πλάτωνα και τον Κνουτ Χάμσουν. Ο Παύλος Νιρβάνας τοποθετείται τόσο χρονικά όσο και βάσει του συνόλου του έργου του στον κύκλο του Κωστή Παλαμά. Η γραφή του είναι επηρεασμένη από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα του αισθητισμού και συμβολισμού, καθώς και από τη φιλοσοφική σκέψη του Φρειδερίκου Νίτσε, με την οποία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή από τις σελίδες της "Τέχνης" του Κώστα Χατζόπουλου, όπου υπήρξε συνιδρυτής. Αξιόλογα είναι τα κριτικά του δοκίμια, ενώ στο χώρο της πεζογραφίας ασχολήθηκε αρχικά με το διήγημα και στη συνέχεια με το μυθιστόρημα. Στο πεζογραφικό του έργο κυριαρχούν ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, ενώ τα θεατρικά του έργα κινούνται στα πρότυπα της ιψενικής γραφής. Έντονη παρουσιάζεται στο έργο του η επιρροή που δέχτηκε από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Η γλωσσική του έκφραση πέρασε σταδιακά από την καθαρεύουσα σε μια μεικτή γλώσσα και τέλος στη δημοτική, με σταθερό χαρακτηριστικό το εξαιρετικά φροντισμένο ύφος. Το 1928 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλε στην ανάδειξη λογοτεχνών όπως οι Ιωάννης Κονδυλάκης, Σπύρος Μελάς και Γρηγόριος Ξενόπουλος. Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Παύλου Νιρβάνα βλ. Τέλλος Άγρας, "Νιρβάνας Παύλος", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ.18, Πυρσός, 1932 (αναδημοσιεύεται στον τόμο Τέλλος Άγρας, "Κριτικά, Τρίτος τόμος", της σειράς "Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας μας", επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Ερμής, 1984), Γ. Βαλέτας, "Βιογραφικός-χρονολογικός πίνακας", στα "Άπαντα Παύλου Νιρβάνα", τ. Α΄, Αθήνα, 1967, Μ. Γ. Μερακλής, "Παύλος Νιρβάνας", στο "Η ελληνική ποίηση: Ρομαντικοί-εποχή του Παλαμά-μεταπαλαμικοί: ανθολογία, γραμματολογία", Σοκόλης, 1977, Δημήτρης Γιάκος, "Νιρβάνας Παύλος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Χάρη Πάτση, χ.χ., Αλέξανδρος Αργυρίου, "Νιρβάνας Παύλος", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 7. Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μαριάννα Δήτσα , "Παύλος Νιρβάνας", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Θ΄ (1900-1914), Σοκόλης, 1997, και Βασίλης Δ. Αναγνωστόπουλος, Ευδοκία Παραδείση, "Νιρβάνας Παύλος", στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Εκδόσεις Πατάκη, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Χατζόπουλος Κωνσταντίνος

Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1868 στο Βραχώρι Αγρινίου. Είναι το πρώτο από τα επτά παιδιά του κτηματία Ιωάννη Χατζόπουλου και της Θεοφανίας Στάικου, που προερχόταν από μεγάλη οικογένεια κοτσαμπάσηδων, πολλά μέλη της οποίας ήταν Φιλικοί και αγωνιστές του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές (Δημοτικό Σχολείο στο Αγρίνιο, Γυμνάσιο στο Μεσολόγγι), το 1882 -σε ηλικία δεκατεσσάρων μόλις ετών- εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας· το 1888, αποφοιτά με το βαθμό "Καλώς". Μετά τη στρατιωτική του θητεία (1889-1891), εργάζεται για δύο χρόνια ως δικηγόρος στο Αγρίνιο. Από το 1893 και έως το 1900 εγκαθίσταται στην Αθήνα. Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 επιστρατεύεται και υπηρετεί στην Άρτα. Επιστρέφει έπειτα στην Αθήνα, και τον επόμενο χρόνο (1898-1899) εκδίδει το περιοδικό "Η Τέχνη", το οποίο επιδίωκε να ενισχύσει τη δημοτική γλώσσα και να συστήσει στους αναγνώστες του την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Παρότι βραχύβιο, το περιοδικό του Χατζόπουλου -συνεργάτες του οποίου ήταν ο Ι. Γρυπάρης, ο Κ. Θεοτόκης, ο Α. Καρκαβίτσας, ο Μ. Μαλακάσης, ο Μποέμ, ο Π. Νιρβάνας, ο Κ. Παλαμάς, ο Λ. Πορφύρας κ.ά. -υπήρξε σταθμός στην πνευματική εξέλιξη του τόπου. Το 1990 κληρονομεί από τον παππού του κτηματική περιουσία και ταξιδεύει στη Γερμανία. Στη Δρέσδη γνωρίζει και παντρεύεται τη Φινλανδή Sunny Haggmann. Από τον Αύγουστο του 1901 έως τον Ιούνιο του 1905 μένουν οικογενειακώς στην Αθήνα. Τον Ιούνιο του 1905, με τη γυναίκα του και την τριών ετών κόρη τους εγκαθίστανται στο Μόναχο. Τον Ιούλιο του 1906 θα μετακομίσουν στο Βερολίνο, αλλά το Φεβρουάριο του 1908 θα επιστρέψουν στο Μόναχο. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία, ο Χατζόπουλος θα ασπαστεί τα σοσιαλιστικά ιδεώδη (1907), θα παρακολουθήσει την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας, θα μεταφράσει πολλά θεατρικά έργα (μεταξύ των οποίων έργα του Ίψεν και του Στρίντμπεργκ), ενώ παράλληλα θα δημοσιεύσει ποιήματα, πεζογραφήματα και κριτικά μελετήματα στον "Νουμά" και σε άλλα έντυπα και περιοδικά. Μεταφράζει επίσης το "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" των Μαρξ-Ένγκελς στα ελληνικά, το οποίο θα δημοσιευθεί σε συνέχειες στην εφημερίδα "Ο εργάτης" του Βόλου, το 1908. Με την κήρυξη του Πολέμου το 1914, ο Χατζόπουλος μετακομίζει με την οικογένειά του στην Αθήνα. Θα πάψει να είναι μέλος του "Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών" -αν και δεν θα αποκηρύξει τις σοσιαλιστικές ιδέες-, απογοητευμένος από τις διαμάχες των μελών του. Το 1916, ιδρύει μαζί με άλλους διανοούμενους την "Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών". Τον Ιούλιο του 1920, ο Χατζόπουλος ταξιδεύει μια τελευταία φορά στο Μόναχο οικογενειακώς, προκειμένου να μεταφέρουν από εκεί τα πράγματα τους για να επιπλώσουν το καινούργιο σπίτι τους στην οδό Μαυρομιχάλη. Ωστόσο, πηγαίνοντας προς Μπρίντιζι με το ιταλικό ατμόπλοιο "Montenegro", θα πεθάνει από τροφική δηλητηρίαση. Θα κηδευτεί και τα ταφεί στο Μπρίντιζι. Πολλά χρόνια αργότερα, η κόρη του θα μεταφέρει τα οστά του και της γυναίκας του στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, διηγήματα, τα πεζά "Αγάπη στο χωριό" (1910), "Ο πύργος του ακροπόταμου" (1915), "Φθινόπωρο" (1917) και τη σατιρική ηθογραφία "Ο Υπεράνθρωπος" (1915).

Μαλακάσης Μιλτιάδης

Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-1943). Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης του Αγαμέμνονα και της Ζωής το γένος Κερασοβίτη, γεννήθηκε στο Μεσολόγγι, καταγόμενος από γενιά αγωνιστών του 1821 από την Πίνδο. Η μητέρα του απέκτησε συνολικά οχτώ παιδιά, επέζησαν όμως μόνο ο Μιλτιάδης και τρία κορίτσια. Η οικογένειά του ήταν εύπορη, κάτι που του έδωσε τη δυνατότητα να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία για ολόκληρη τη ζωή του. Τα γυμνασιακά του χρόνια πέρασε στο Μεσολόγγι, την Πάτρα και την Αθήνα και κατόπιν οικογενειακής πίεσης γράφτηκε το 1888 στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου δεν αποφοίτησε ποτέ. Φοιτητής ακόμα δημοσίευσε ποιήματα αρχικά στην Εικονογραφημένη Εστία και αργότερα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες (Διόνυσος, Τέχνη, Παναθήναια, Άστυ, Ακρόπολις κ.α.), ενώ έζησε κοσμική ζωή και ήταν μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης. Το 1899 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συντρίμματα, αφιερωμένη στον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο (Jean Moreas), τον οποίο γνώρισε το 1897 κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του τελευταίου στην Αθήνα. Αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής στον γραπτό λόγο ως μέλος της εταιρίας Εθνική Γλώσσα, οργάνου του δημοτικιστικού κινήματος. Το 1908 παντρεύτηκε την κόρη του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη (και ξαφέλφη του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου) Ελίζα, με την οποία έζησε στο Παρίσι από το 1909 ως το 1915. Στο Παρίσι ο Μαλακάσης μπήκε στον κύκλο του Μοreas και ήρθε σε επαφή με το γαλλικό πνευματικό κόσμο της εποχής. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1915, έχοντας προηγουμένως επισκεφτεί τη Γερμανία και την Κωνσταντινούπολη. Αναγορεύτηκε κοσμήτορας της βιβλιοθήκης της Βουλής, θέση την οποία διατήρησε από το 1917 ως το 1935 και από το 1936 ως το 1937. Το 1923 τιμήθηκε με το Αριστείο γραμμάτων και το 1925 τύπωσε μια έκθεση περί βιβλιοθηκονομίας. Το 1932 εκλέχτηκε πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ο Μαλακάσης ολοκλήρωσε συνολικά δέκα ποιητικές συλλογές (από τις οποίες η Κυρά του Πύργου σε θεατρική μορφή). Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν από χειρόγραφά του τα Μεσολογγίτικα, επιλογή παλαιότερων ποιημάτων του. Επηρεάστηκε έντονα από τη μακροχρόνια φιλία του με τον Μορεάς, αξιοποιώντας στο έργο του στοιχεία ρομαντικά στην αρχή και κατόπιν παρνασσιστικά, συμβολιστικά και νεοκλασικιστικά. Παράλληλα ασχολήθηκε με την ποιητική μετάφραση με κατ' εξοχήν δημιουργία του τη μετάφραση της συλλογής του Μορεάς Στροφές, και με την πεζογραφία. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην επίδραση που άσκησε ο Μαλακάσης στους μεταγενέστερούς του ποιητές. Τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε στην Αθήνα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιλτιάδη Μαλακάση βλ. Άγρας Τέλλος, «Μαλακάσης Μιλτιάδης», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ΙΣτ΄. Αθήνα, Πυρσός, 1931 (τώρα και στον τόμο Τέλλος Άγρας, Κριτικά Τόμος δεύτερος· Ποιητικά πρόσωπα και κείμενα· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, σ.255-257. Αθήνα, Ερμής, 1981), Νέα Εστία ΛΓ΄, 1/6/1943, αρ. 384, Μερακλής Μ.Γ., «Μιλτιάδης Μαλακάσης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.326-329. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Χαρτοματζίδου - Λιάμα Ι., «Μαλακάσης Μιλτιάδης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986 και Κουμάκη Κατερίνα, «Χρονολόγιο Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943)», Διαβάζω 357, 11/1995, σ.130-133 και Γιάκος Δημήτρης, «Μαλακάσης Μιλτιάδης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. . (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Πορφύρας Λάμπρος

Φιλήντας Μένος

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.


Μόνο συνδεδεμένοι πελάτες που έχουν αγοράσει αυτό το προϊόν μπορούν να αφήσουν μία αξιολόγηση.