Ανθολογία της ελληνικής ποίησης (20ός αιώνας)

(Τόμος 1)

Τόμος Α': 1900-1920

0 out of 5

17.83

Κωδικός Προϊόντος: 9789606727061
Προβολη καλαθιου

Συγγραφέας: Συλλογικό Έργο

Εκδότης: Κότινος

Ημερ. Έκδοσης: 01/11/2007

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Με τον ανά χείρας τόμο οι εκδόσεις Κότινος επιχειρούν το, οπωσδήποτε φιλόδοξο, άνοιγμα ενός ποιητικού κύκλου που ολοκληρωμένος θα περικλείει τις σημαντικότερες και αντιπροσωπευτικότερες εκφάνσεις της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα. Το κλείσιμο του κύκλου θα πραγματοποιηθεί με την έκδοση άλλων τεσσάρων τόμων, καθένας από τους οποίους θα καλύπτει μια εικοσαετία, φτάνοντας έτσι στο τέλος ενός αιώνα που, κατά γενική ομολογία, υπήρξε το πεδίο κοσμογονικών γεγονότων σε όλους τους τομείς, άρα και σ’ αυτόν της λογοτεχνίας και, ειδικότερα, της ποίησης.

Κωνσταντίνος Στάικος
(σημείωμα του εκδότη)

Συγγραφεας: Δροσίνης Γεώργιος, Καβάφης Π. Κωνσταντίνος, Πολέμης Ιωάννης, Παλαμάς Κωστής, Προβελέγγιος Αριστομένης, Σημηριώτης Θ. Άγγελος, Παπαντωνίου Λ. Ζαχαρίας, Χατζόπουλος Κωνσταντίνος, Μαλακάσης Μιλτιάδης, Πασαγιάννης Σπήλιος, Σκίπης Σωτήρης, Δάφνη Αιμιλία, Μάγνης Πέτρος, Βάρναλης Κώστας, Βλαστός Πέτρος, Μελαχρινός Απόστολος, Νιρβάνας Παύλος, Αυγέρης Μάρκος, Γκόλφης Ρήγας, Εφταλιώτης Αργύρης, Ουράνης Κώστας, Σικελιανός Άγγελος, Σουρής Χ. Γεώργιος
Επιμέλεια: Παπαγεωργίου Γ. Κώστας, Χατζηβασιλείου Βαγγέλης
Ανθολόγος: Παπαγεωργίου Γ. Κώστας, Χατζηβασιλείου Βαγγέλης
ISBN: 978-960-6727-06-1

Αριθμός Σελίδων : 268

Διαστάσεις : 21 x 15 cm

Εξώφυλλο: Σκληρό εξώφυλλο

Τόπος Έκδοσης : Αθήνα

Τόμος : 1

Τόμοι : 5

Δροσίνης Γεώργιος

Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951). Ο Γεώργιος Δροσίνης καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών του Μεσολογγίου και γεννήθηκε στην Αθήνα. Τις εγκύκλιες σπουδές του παρακολούθησε στη Βαρβάκειο Σχολή και το Λύκειο Σουρμελή. Σπούδασε Νομική και, με σύσταση του Νικολάου Πολίτη, Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ιστορία Καλών Τεχνών και ξένης φιλολογίας στη Γερμανία (Λειψία, Δρέσδη, Βερολίνο 1885-1888). Επέστρεψε στην Αθήνα και από το 1889 ως το 1897 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού της Εστίας, που ο ίδιος μετέτρεψε σε εφημερίδα το 1894. Την ίδια περίοδο διηύθυνε επίσης τα περιοδικά Εθνική Αγωγή και Μελέτη (που ίδρυσε επίσης). Το 1899 μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα ίδρυσαν το Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, όπου εξέδωσε λογοτεχνικά έργα, λαογραφικές και άλλες μελέτες. Το 1901 ίδρυσε τις σχολικές βιβλιοθήκες και το 1908 το εκπαιδευτικό μουσείο. Συνέβαλε επίσης στην ανέγερση του Οίκου Τυφλών και της Σεβαστοπούλειας Επαγγελματικής Σχολής, του Α΄ Εκπαιδευτικού Συνεδρίου του 1907 και της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας (1908). Από το 1914 και ως το 1923 διετέλεσε τμηματάρχης του υπουργείου Παιδείας με ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, ενώ υπήρξε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το έτος ίδρυσής της (1926). Από το 1922 διηύθυνε το Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος, ενώ. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1879 με ποιήματά του στο περιοδικό Ραμπαγάς. Στην πρώτη φάση της λογοτεχνικής παραγωγής του ανήκουν οι συλλογές Ιστοί αράχνης (1880) και Σταλακτίται (1881), με τις οποίες εντάχτηκε στους νεωτεριστές ποιητές που απομακρύνθηκαν από το πομπώδες ύφος των αθηναίων ρομαντικών της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Με τις συλλογές Ειδύλλια (1884) και Γαλήνη (1902) προσχώρησε στη γενιά του 1880, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα ως το 1930 με τη συλλογή Βραδιάζει, καθώς επίσης διηγήματα και μυθιστορήματα. Πέθανε στην Κηφισιά το 1951. Ο Γεώργιος Δροσίνης εντάσσεται στους ποιητές της νέας Αθηναϊκής Σχολής, κυρίως λόγω της δημοτικής γλώσσας και της απλότητας της έκφρασης της ποίησής του, καθώς και των επιρροών που δέχτηκε από τους παρνασσιστές γάλλους ποιητές και την παρνασσική ποίηση του Παλαμά. Στην πεζογραφία του επηρεασμένος από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, το Νικόλαο Πολίτη και τον ΄Άγγελο Βλάχο, αλλά και από τις σπουδές του στη Γερμανία (υπήρξε δια βίου θαυμαστής των Schiller, Wagner και Goethe), επέλεξε συχνά θέματα από τη ζωή στην ελληνική επαρχία προτάσσοντας μια ειδυλλιακή αντιμετώπισή της. Τοποθετείται έτσι στην πρώτη φάση της ηθογραφικής πεζογραφίας στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γεώργιου Δροσίνη βλ. Αγγελάτος Δημήτρης, «Δροσίνης Γεώργιος», Παγκόσμιιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Κατσή - Χρυσογέλου ΄Αννα, «Γεώργιος Δροσίνης» , Η παλαιότερη πεζογραφία μας·Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΖ΄ (1880-1900). Αθήνα Σοκόλης, 1997, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Δροσίνης Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Μερακλής Μ.Γ., «Γεώργιος Δροσίνης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.304-307. Αθήνα, Σοκόλης, 1977. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Καβάφης Π. Κωνσταντίνος

Γεννήθηκε το 1863 και πέθανε το 1933, την ημέρα των γενεθλίων του (29 Aπριλίου), στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου. Στην ίδια αυτή πόλη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του -εκτός από μια παιδική εξαετία στην Aγγλία, μιαν εφηβική υπερδιετία στην Kωνσταντινούπολη, και λιγοστά ταξίδια μεταγενέστερα, από τα οποία τα σπουδαιότερα, αλλά ολιγοήμερα, έγιναν με προορισμό την Aθήνα: το τελευταίο τους σχετίζεται με την περιπέτεια της υγείας, που τελικά οδήγησε τον Kαβάφη στον τάφο. Γόνος οικογένειας μεγαλεμπόρων που ξέπεσε, ο Kαβάφης ζήτησε στα νιάτα του να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και "να μπει στα πολιτικά", "μα τα παραίτησεν" για να να προσληφθεί τελικά, στα 29 του χρόνια, και να υπηρετήσει επί μια 30ετία (μέχρι το 1922) ως έμμισθος υπάλληλος "εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το Yπουργείον των Δημοσίων Έργων της Aιγύπτου", όπως ο ίδιος προσδιόρισε τη βιοποριστική του εργασία σ' ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμά του. Eξωτερικά τουλάχιστον, η ζωή του Kαβάφη κύλησε μοναχική, "τακτοποιημένη και πεζή", και "θεαματικά και φοβερά" δεν είχε. Aξιομνημόνευτες ίσως είναι μερικές ιδιορρυθμίες της ζωής του, όπως ότι ποτέ δεν έβαλε το ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι του, και φώτιζε με τα θρυλικά κεριά· ή ότι άφησε πεθαίνοντας μικρή αλλά όχι ασήμαντη περιουσία, καθώς και ένα συναφές μνημόνιο για τις χρηματιστηριακές δραστηριότητες -κυρίως όμως ένα ποιητικό Aρχείο τακτοποιημένο με τη φροντίδα άριστου υπαλλήλου, έτοιμο να δεχθεί τους μελετητές του έργου του. Tέλος είναι πασίγνωστη η ερωτική του ιδιαιτερότητα: τον υποπτεύονταν (κι άλλοι πάλι είσαν ή είναι βέβαιοι) για την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο K.Θ. Δημαράς έγραψε για την "μονήρη ικανοποίηση". Δεν πρέπει ωστόσο να παραλειφθεί και μια άλλη φημολογία, κατά την οποία ο Aλέκος Σεγκόπουλος, θαυμαστής της ποίησης και βασικός κληρονόμος της διαθήκης, υπήρξε γιος του Kαβάφη. Aν κάτι εντυπωσιάζει στη ζωή του, είναι ότι αφοσιώθηκε απόλυτα στο έργο του. Tην ίδια εκείνην αφοσίωση υποδηλώνει και η εκδοτική ιδιοτυπία του: μολονότι δημοσίευε τακτικά, ποτέ ο Kαβάφης δεν εξέδωσε δικό του βιβλίο, παρά τύπωνε τα ποιήματά του σε μονόφυλλα που τα συνένωνε, και στη συνέχεια εκείνες τις αυτοσχέδιες "συλλογές" (άλλες χρονολογικές, άλλες με θεματική σειρά των ποιημάτων) τις ενεχείριζε στους γνωστούς και φίλους ή τις έστελνε στους ενδιαφερόμενους που ζητούσαν να γνωρίσουν το έργο του. Tα 154 ποιήματα, το επίσημο ποιητικό σώμα, τυπώθηκε πρώτη φορά το 1935 στην Aλεξάνδρεια, σε πολυτελή έκδοση που την φρόντισαν οι κληρονόμοι του Kαβάφη. Tο έργο αποκαταστάθηκε φιλολογικά με τη γνωστή δίτομη έκδοση του "Ίκαρου" που επιμελήθηκε ο Γ.Π. Σαββίδης το 1963. Στο ελλαδικό αναγνωστικό κοινό ο Kαβάφης έγινε γνωστός με το ιστορικό άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου στο περιοδικό "Παναθήναια" (1903), ενώ στο αγγλόφωνο κοινό τον πρωτοσύστησε (1919) ο Άγγλος μυθιστοριογράφος και φίλος του, E. M. Φόρστερ. Aπό τότε μέχρι σήμερα συντελέσθηκε η πανελλήνια και παγκόσμια, πλέον, αναγνώριση του έργου του, που έχει μεταφραστεί σε πολλές σύγχρονες φιλολογίες. Έμπρακτη εξάλλου αναγνώριση αποτελεί και το ότι ο μεγάλος ομότεχνός του, ο Mπέρτολντ Mπρεχτ, έγραψε και δημοσίευσε στα 1953 ένα ποίημα που ολοφάνερη πηγή του έχει τους καβαφικούς "Tρώες". (Πηγή: "K.Π. Kαβάφης: επίσημος, κρυμμένος και ατελής", "Eρμής",1995)

Πολέμης Ιωάννης

Ιωάννης Πολέμης (1860-1938). Ο Ιωάννης Πολέμης γεννήθηκε στην Αθήνα, καταγόμενος από ιστορική οικογένεια του Βυζαντίου. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, γρήγορα ωστόσο εγκατέλειψε τις σπουδές του, καθώς τον είχε από νωρίς έλξει η λογοτεχνία. Διετέλεσε γραφέας του Υπουργείου Παιδείας, υπογραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών και γραμματέας της Σχολής Καλών Τεχνών, ενώ υπήρξε επίσης ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1880, όταν δημοσίευσε το πεζογράφημά του Ρέα Κυβέλη στο περιοδικό Αι Μούσαι, ενώ μέσω του ομώνυμου συλλόγου ήρθε σε επαφή με τον Παλαμά και τους ποιητές του κύκλου του. Καρπός της επαφής αυτής στάθηκε η στροφή του Πολέμη από την καθαρεύουσα στη δημοτική γλώσσα, στην οποία έγραψε και δημοσίευσε τα επόμενα ποιήματα και πεζά του στον Ραμπαγά και την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Ποιήματα (1883). Από το 1884 ξεκίνησε να αρθρογραφεί με το ψευδώνυμο Guerrier στον Ασμοδαίο του Εμμανουήλ Ροΐδη και στο Άστυ και με το πραγματικό του όνομα στην Εβδομάδα, την Ποικίλη Στοά, το Εθνικό Ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Σκόκκου και αλλού. Το 1888 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο Χειμωνανθοί και την ίδια χρονιά έφυγε για σπουδές ιστορίας της τέχνης και αισθητικής στο Παρίσι με υποτροφία του Δήμου Αθηναίων. Στο Παρίσι γνωρίστηκε με τους Λεγκράν, Σαιντ Ιλλαίρ, Ψυχάρη, Ρενάν και Κοππέ. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1890 και πήρε το Α΄ βραβείο στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό με τη συλλογή του Ερείπια, εξ’ ημισείας με τον Κωστή Παλαμά για τη συλλογή του Τα μάτια της ψυχής μου. Ως το 1922 συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα, πάντα με επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό, ενώ η συλλογή Σπασμένα μάρμαρα βραβεύτηκε το 1917 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Δημοσίευσε επίσης ανθολογίες και πεζογραφήματα, ενώ ασχολήθηκε με το θέατρο, συγγράφοντας αρχικά έμμετρα δράματα με βυζαντινή θεματολογία στη δημοτική (από τα οποία η Πρόκρις παραστάθηκε στο Βασιλικό Θέατρο) και αργότερα μονόπρακτα (τα οποία βραβεύτηκαν στον Αβερώφειο διαγωνισμό μαζί με το τρίπρακτο Βασιλιάς Ανήλιαγος), καθώς και πολύπρακτα έργα. Μετέφρασε έργα των Σαπφούς, Ανακρέοντα, Θεοκρίτου, Ευριπίδη, Ουγκώ, Μιστράλ, Μολιέρου, Αριστοφάνη και άλλων. Πέθανε το 1925 από βρογχοπνευμονία. Το έργο του Ιωάννη Πολέμη τοποθετείται χρονικά στο πέρασμα από το ρομαντισμό της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Η γραφή του χαρακτηρίζονται από μελαγχολική διάθεση που παραπέμπει στην ποίηση του Αχιλλέα Παράσχου. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ιωάννη Πολέμη βλ. Άγρας Τέλλος, "Πολέμης Ιωάννης", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 20. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Γιαλουράκης Μανώλης, "Πολέμης Ιωάννης", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μερακλής Μ.Γ., "Ιωάννης Πολέμης", Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.314-317. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και χ.σ., "Πολέμης Ιωάννης", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Παλαμάς Κωστής

Ο Κωστής Παλαμάς ήταν απόγονος μιας παλαιάς οικογένειας που εμφανίσθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Γενάρχης της υπήρξε ο Παναγιώτης Παλαμάρης. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859. Σε ηλικία 7 χρονών έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς. Σε ηλικία μόλις 16 χρονών αρχίζει σπουδές νομικής, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του. Το 1876 έρχεται στην Αθήνα όπου και γράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Γρήγορα όμως θα εγκαταλείψει τη Νομική, και έτσι αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Παρά το ότι θα ασχοληθεί με τη ΝΕΑ ελληνική λογοτεχνία, το πρώτο του έργο, που θα δημοσιευτεί το 1876 με τίτλο "Ερώτων 'Eπη" θα γραφτεί σε υπερκαθαρεύουσα. Το 1886 θα κυκλοφορήσει η πρώτη του συλλογή στη δημοτική και το 1889 δημοσιεύεται ένα από τα καλύτερα έργα του, ο "Ύμνος της Αθηνάς", ο οποίος θα βραβευτεί στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Αυτό είναι και το πρώτο του βραβείο. Εισηγητής του διαγωνισμού αυτού ήταν ο Νικόλαος Πολίτης. Το 1892 δημοσιεύει τη συλλογή "Τα μάτια της ψυχής μου", η οποία βραβεύτηκε και αυτή, το 1890. Το 1897 γίνεται γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δουλειά για την οποία αμοιβόταν αρκετά καλά, και έτσι απέκτησε την οικονομική άνεση για να συνεχίσει το έργο του. 'Ενα χρόνο αργότερα, το 1898, δημοσιεύει δύο ποιητικές συλλογές, το "'Αστυ" και τον "Τάφο". Ακολουθεί μια περίοδος έμπνευσης και ο Παλαμάς γράφει το 1900 τους "Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης", το 1904 την "Ασάλευτη Ζωή", το 1907 τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου", το 1910 την "Φλογέρα του Βασιλιά" και το 1919 "Τα Δεκατετράστιχα", τα οποία δημοσιεύονται και στην Αλεξάνδρεια. Το 1925 παίρνει το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και με την ίδρυση της Ακαδημίας των Αθηνών γίνεται και ένα από τα βασικά στελέχη της. Το 1928 δημοσιεύει τους "Δειλούς και σκληρούς στίχους" (Σικάγο) και το 1930 ή, κατά άλλους, το 1931 γίνεται πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Πεθαίνει στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 1943, και η πάνδημη κηδεία του μετατρέπεται σε εκδήλωση αντίστασης του ελληνικού λαού εναντίον του Γερμανού κατακτητή.

Προβελέγγιος Αριστομένης

Σημηριώτης Θ. Άγγελος

Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής.

Παπαντωνίου Λ. Ζαχαρίας

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940). Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι, γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιόκαυτου από το Καρπενήσι. Είχε τρία αδέλφια, το Χαρίλαο, το Θανάση και τη Σοφία. Στο Καρπενήσι έμαθε τα πρώτα γράμματα και το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, χωρίς να αποφοιτήσει. Στράφηκε από τα φοιτητικά του χρόνια προς τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία και σε ηλικία δεκαέξι μόλις ετών ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην "Ακρόπολη" του Βλ. Γαβριηλίδη. Ως το 1898, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Πολεμικά τραγούδια", συνέχισε να συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες όπως η "Εφημερίδα των συζητήσεων", ο "Χρόνος" και η "Σκριπ", στην οποία υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1900 ως το 1905. Το 1904 γίνεται ένα από τα πρώτα μέλη της εταιρίας "Η Εθνική Γλώσσα", με στόχο την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας (μαζί με τους Μιλτιάδη Μαλακάση, Λάμπρο Πορφύρα, Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ιωάννη Κονδυλάκη και άλλους). Για την Εθνική γλώσσα συνέταξε τον επόμενο χρόνο τη διακήρυξη "Προς το ελληνικό Έθνος", εκθέτοντας τους στόχους της. Από το 1908 και ως το 1911 βρέθηκε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της εφημερίδας "Εμπρός" του Αριστείδη Κυριακού. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε γαλλικές εφημερίδες και γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία (με μοναδική εξαίρεση τη συγγραφή χρονογραφημάτων στην εφημερίδα "Εμπρός" ως το 1914) και διακρίθηκε σε μια έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο για σχεδιάσματα και γελοιογραφίες που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Από το 1912 και ως το 1916 διετέλεσε νομάρχης στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη. Από τη θέση του Νομάρχη προώθησε την ιδέα οργάνωσης εργατικού σωματείου στη Σύρο καθώς επίσης τη διοργάνωση του πρώτου Πανιονίου Συνεδρίου για τα πενήντα χρόνια της Ένωσης της Επτανήσου και αντέδρασε μαζί με τον εισαγγελέα Α.Ρέγκο στον αφορισμό του 1916 κατά του Βενιζέλου. Η τελευταία πρωτοβουλία του του στοίχισε τη θέση του και τον οδήγησε σε δίκη, στην οποία όμως απαλλάχτηκε. Δεν έπαψε παράλληλα να ασχολείται με την τέχνη και την κριτική, ενώ βραβεύτηκε μαζί με τον Στέλιο Σπεράντζα και την Ελένη Μ. Νεγρεπόντη (κατόπιν Ελένη Ουράνη) στον επίσημο διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων που προκήρυξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το 1917 πέθανε ο πατέρας του και τον επόμενο χρόνο έγραψε (σε συνεργασία με τους Δ. Ανδρεάδη, Αλ. Δελμούζο, Π. Νιρβάνα και Μ. Τριανταφυλλίδη και εικονογράφηση του Π. Ρούμπου) τα "Ψηλά Βουνά", έργο που προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου (είχε προηγηθεί ανάθεση του έργου στον Παπαντωνίου από το Υπουργείο Παιδείας της επαναστατικής κυβέρνησης Βενιζέλου). Την ίδια χρονιά ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Εθνικής Πινακοθήκης, φροντίζοντας για τον εμπλουτισμό της με έργα πολλών ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (Γύζης, Παρθένης, Μαλέας, Λύτρας, Θεοτοκόπουλος). Τον επόμενο χρόνο αυτοκτόνησε σε ηλικία τριάντα εννιά χρόνω�� ο αδελφός του Θανάσης, ο οποίος αντιμετώπιζε έντονες ψυχικές διαταραχές από τα εικοσιδύο του. Το 1920 τύπωσε την παιδική ποιητική συλλογή "Τα χελιδόνια", αφιερωμένη στον αδελφό του, η οποία επανεκδόθηκε το 1931 με τίτλο "Παιδικά τραγούδια". Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να καούν δημοσίως τα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ανάμεσα στα οποία και τα "Ψηλά Βουνά". Το 1923 ο Παπαντωνίου εξέδωσε την ποιητική συλλογή του "Πεζοί ρυθμοί" και τους τρεις τόμους των "Νεοελληνικών αναγνωσμάτων" για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τιμήθηκε με το εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και διορίστηκε καθηγητής στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος στα πλαίσια των καθηκόντων του ως διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα τυπώθηκε η συλλογή διηγημάτων του "Διηγήματα", ενώ από το 1929 και ως το 1937 εκδόθηκαν το θεατρικό έργο "Ο όρκος του πεθαμένου", διασκευή από το δημοτικό τραγούδι "Του νεκρού αδελφού", η ποιητική συλλογή "Τα Θεία Δώρα", το ιστορικό δοκίμιο "Ο Όθων" οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις "Άγιον Όρος" και δυο συλλογές διηγημάτων με τίτλους "Βυζαντινός όρθρος" και "Η θυσία". Το 1938 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της λογοτεχνίας, θέση από την οποία υπέβαλε την πρώτη του εισηγητική έκθεση στη δημοτική, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου πέθανε την πρώτη μέρα του Φεβρουαρίου του 1940 από καρδιακή συγκοπή. Πολλά ανέκδοτα κείμενά του εκδόθηκαν μετά το θάνατό του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ζαχαρία Παπαντωνίου βλ. Άγρας Τέλλος, "Παπαντωνίου Ζαχαρίας", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια19. Αθήνα, Πυρσός, 1932 (τώρα και στον τόμο Τέλλος Άγρας, Κριτικά Τόμος τρίτος· Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, σ.308-312. Αθήνα, Ερμής, 1984), Αθανασιάδης Τάσος, "Παπαντωνίου Ζαχαρίας", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Αθανασόπουλος Βαγγέλης, "Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου", Η παλαιότερη πεζογραφία μας ΙΑ΄ (1900-1914), σ.240-268. Αθήνα, Σοκόλης, 1998, Μερακλής Μ.Γ., "Ζαχαρίας Παπαντωνίου", Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.350-353. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Καλαντζοπούλου Βίκυ, "Παπαντωνίου Ζαχαρίας", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Μαλαφάντης Κωσνταντίνος Δημ., "Χρονολόγιο Ζαχαρία Παπαντωνίου", Διαβάζω 285, 15/4/1992, σ.58-63. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Χατζόπουλος Κωνσταντίνος

Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1868 στο Βραχώρι Αγρινίου. Είναι το πρώτο από τα επτά παιδιά του κτηματία Ιωάννη Χατζόπουλου και της Θεοφανίας Στάικου, που προερχόταν από μεγάλη οικογένεια κοτσαμπάσηδων, πολλά μέλη της οποίας ήταν Φιλικοί και αγωνιστές του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές (Δημοτικό Σχολείο στο Αγρίνιο, Γυμνάσιο στο Μεσολόγγι), το 1882 -σε ηλικία δεκατεσσάρων μόλις ετών- εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας· το 1888, αποφοιτά με το βαθμό "Καλώς". Μετά τη στρατιωτική του θητεία (1889-1891), εργάζεται για δύο χρόνια ως δικηγόρος στο Αγρίνιο. Από το 1893 και έως το 1900 εγκαθίσταται στην Αθήνα. Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 επιστρατεύεται και υπηρετεί στην Άρτα. Επιστρέφει έπειτα στην Αθήνα, και τον επόμενο χρόνο (1898-1899) εκδίδει το περιοδικό "Η Τέχνη", το οποίο επιδίωκε να ενισχύσει τη δημοτική γλώσσα και να συστήσει στους αναγνώστες του την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Παρότι βραχύβιο, το περιοδικό του Χατζόπουλου -συνεργάτες του οποίου ήταν ο Ι. Γρυπάρης, ο Κ. Θεοτόκης, ο Α. Καρκαβίτσας, ο Μ. Μαλακάσης, ο Μποέμ, ο Π. Νιρβάνας, ο Κ. Παλαμάς, ο Λ. Πορφύρας κ.ά. -υπήρξε σταθμός στην πνευματική εξέλιξη του τόπου. Το 1990 κληρονομεί από τον παππού του κτηματική περιουσία και ταξιδεύει στη Γερμανία. Στη Δρέσδη γνωρίζει και παντρεύεται τη Φινλανδή Sunny Haggmann. Από τον Αύγουστο του 1901 έως τον Ιούνιο του 1905 μένουν οικογενειακώς στην Αθήνα. Τον Ιούνιο του 1905, με τη γυναίκα του και την τριών ετών κόρη τους εγκαθίστανται στο Μόναχο. Τον Ιούλιο του 1906 θα μετακομίσουν στο Βερολίνο, αλλά το Φεβρουάριο του 1908 θα επιστρέψουν στο Μόναχο. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία, ο Χατζόπουλος θα ασπαστεί τα σοσιαλιστικά ιδεώδη (1907), θα παρακολουθήσει την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας, θα μεταφράσει πολλά θεατρικά έργα (μεταξύ των οποίων έργα του Ίψεν και του Στρίντμπεργκ), ενώ παράλληλα θα δημοσιεύσει ποιήματα, πεζογραφήματα και κριτικά μελετήματα στον "Νουμά" και σε άλλα έντυπα και περιοδικά. Μεταφράζει επίσης το "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" των Μαρξ-Ένγκελς στα ελληνικά, το οποίο θα δημοσιευθεί σε συνέχειες στην εφημερίδα "Ο εργάτης" του Βόλου, το 1908. Με την κήρυξη του Πολέμου το 1914, ο Χατζόπουλος μετακομίζει με την οικογένειά του στην Αθήνα. Θα πάψει να είναι μέλος του "Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών" -αν και δεν θα αποκηρύξει τις σοσιαλιστικές ιδέες-, απογοητευμένος από τις διαμάχες των μελών του. Το 1916, ιδρύει μαζί με άλλους διανοούμενους την "Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών". Τον Ιούλιο του 1920, ο Χατζόπουλος ταξιδεύει μια τελευταία φορά στο Μόναχο οικογενειακώς, προκειμένου να μεταφέρουν από εκεί τα πράγματα τους για να επιπλώσουν το καινούργιο σπίτι τους στην οδό Μαυρομιχάλη. Ωστόσο, πηγαίνοντας προς Μπρίντιζι με το ιταλικό ατμόπλοιο "Montenegro", θα πεθάνει από τροφική δηλητηρίαση. Θα κηδευτεί και τα ταφεί στο Μπρίντιζι. Πολλά χρόνια αργότερα, η κόρη του θα μεταφέρει τα οστά του και της γυναίκας του στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, διηγήματα, τα πεζά "Αγάπη στο χωριό" (1910), "Ο πύργος του ακροπόταμου" (1915), "Φθινόπωρο" (1917) και τη σατιρική ηθογραφία "Ο Υπεράνθρωπος" (1915).

Μαλακάσης Μιλτιάδης

Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-1943). Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης του Αγαμέμνονα και της Ζωής το γένος Κερασοβίτη, γεννήθηκε στο Μεσολόγγι, καταγόμενος από γενιά αγωνιστών του 1821 από την Πίνδο. Η μητέρα του απέκτησε συνολικά οχτώ παιδιά, επέζησαν όμως μόνο ο Μιλτιάδης και τρία κορίτσια. Η οικογένειά του ήταν εύπορη, κάτι που του έδωσε τη δυνατότητα να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία για ολόκληρη τη ζωή του. Τα γυμνασιακά του χρόνια πέρασε στο Μεσολόγγι, την Πάτρα και την Αθήνα και κατόπιν οικογενειακής πίεσης γράφτηκε το 1888 στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου δεν αποφοίτησε ποτέ. Φοιτητής ακόμα δημοσίευσε ποιήματα αρχικά στην Εικονογραφημένη Εστία και αργότερα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες (Διόνυσος, Τέχνη, Παναθήναια, Άστυ, Ακρόπολις κ.α.), ενώ έζησε κοσμική ζωή και ήταν μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης. Το 1899 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συντρίμματα, αφιερωμένη στον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο (Jean Moreas), τον οποίο γνώρισε το 1897 κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του τελευταίου στην Αθήνα. Αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής στον γραπτό λόγο ως μέλος της εταιρίας Εθνική Γλώσσα, οργάνου του δημοτικιστικού κινήματος. Το 1908 παντρεύτηκε την κόρη του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη (και ξαφέλφη του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου) Ελίζα, με την οποία έζησε στο Παρίσι από το 1909 ως το 1915. Στο Παρίσι ο Μαλακάσης μπήκε στον κύκλο του Μοreas και ήρθε σε επαφή με το γαλλικό πνευματικό κόσμο της εποχής. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1915, έχοντας προηγουμένως επισκεφτεί τη Γερμανία και την Κωνσταντινούπολη. Αναγορεύτηκε κοσμήτορας της βιβλιοθήκης της Βουλής, θέση την οποία διατήρησε από το 1917 ως το 1935 και από το 1936 ως το 1937. Το 1923 τιμήθηκε με το Αριστείο γραμμάτων και το 1925 τύπωσε μια έκθεση περί βιβλιοθηκονομίας. Το 1932 εκλέχτηκε πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ο Μαλακάσης ολοκλήρωσε συνολικά δέκα ποιητικές συλλογές (από τις οποίες η Κυρά του Πύργου σε θεατρική μορφή). Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν από χειρόγραφά του τα Μεσολογγίτικα, επιλογή παλαιότερων ποιημάτων του. Επηρεάστηκε έντονα από τη μακροχρόνια φιλία του με τον Μορεάς, αξιοποιώντας στο έργο του στοιχεία ρομαντικά στην αρχή και κατόπιν παρνασσιστικά, συμβολιστικά και νεοκλασικιστικά. Παράλληλα ασχολήθηκε με την ποιητική μετάφραση με κατ' εξοχήν δημιουργία του τη μετάφραση της συλλογής του Μορεάς Στροφές, και με την πεζογραφία. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην επίδραση που άσκησε ο Μαλακάσης στους μεταγενέστερούς του ποιητές. Τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε στην Αθήνα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιλτιάδη Μαλακάση βλ. Άγρας Τέλλος, «Μαλακάσης Μιλτιάδης», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ΙΣτ΄. Αθήνα, Πυρσός, 1931 (τώρα και στον τόμο Τέλλος Άγρας, Κριτικά Τόμος δεύτερος· Ποιητικά πρόσωπα και κείμενα· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, σ.255-257. Αθήνα, Ερμής, 1981), Νέα Εστία ΛΓ΄, 1/6/1943, αρ. 384, Μερακλής Μ.Γ., «Μιλτιάδης Μαλακάσης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.326-329. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Χαρτοματζίδου - Λιάμα Ι., «Μαλακάσης Μιλτιάδης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986 και Κουμάκη Κατερίνα, «Χρονολόγιο Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943)», Διαβάζω 357, 11/1995, σ.130-133 και Γιάκος Δημήτρης, «Μαλακάσης Μιλτιάδης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. . (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Πασαγιάννης Σπήλιος

Ποιητής, διηγηματογράφος και μεταφραστής (Καστανιά Σπάρτης, 1874 - Ζάκυνθος, 1909).

Σκίπης Σωτήρης

Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής και εκδότης.

Δάφνη Αιμιλία

Δάφνη, Αιμιλία (1881-1941). Φιλολογικό ψευδώνυμο της λογοτέχνιδος Αιμιλίας Κουρτέλη, συζύγου του λογοτέχνη Στεφάνου Δάφνη. Γεννήθηκε στη Μασσαλία και σπούδασε φιλολογία. Με την ιδιότητα της φιλολόγου δίδαξε στο Αρσάκειο. Έγραψε θεατρικά έργα, διηγήματα και μυθιστορήματα. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Χρυσάνθεμα" (1902) και "Τα χρυσά κύπελλα" (1922), όπως επίσης και τα μυθιστορήματα "Το τάλαντο της Σμαρώς" (1923) και "Ξένη γη" (1937). Ο θάνατος τη βρήκε στην Αθήνα, το 1941.

Μάγνης Πέτρος

Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή Κωνσταντίνου Γ. Κωνσταντινίδη (Ζαγορά Πηλίου, 1880 - Αλεξάνδρεια, 1953).

Βάρναλης Κώστας

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ (1884-1974). Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας (τότε Ανατολικής Ρωμυλίας), όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και γράφτηκε στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1902 και διορίστηκε δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου σε ηλικία δεκαοχτώ ετών. Τον ίδιο χρόνο έφυγε για σπουδές στην Αθήνα με υποτροφία του κληροδοτήματος του Νικόλαου Παρασκευά από τη Βάρνα. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή και διορίστηκε ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα. Από εκεί έστειλε στο περιοδικό Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας το ποίημα Θυσία. Μετά από άρνηση του περιοδικού να το δημοσιεύσει, μέλη της Νέας Ζωής αποχώρησαν και δημιούργησαν το περιοδικό Γράμματα, όπου και δημοσιεύτηκε η Θυσία. Τρία χρόνια αργότερα έγινε σχολάρχης στην Αργαλαστή του Πηλίου και μετά από κατηγορίες εναντίον του για εμπλοκή στην υπόθεση των Αθεϊκών του Βόλου μετατέθηκε στα Μέγαρα. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος με τους «απαλλαγέντας και αγυμνάστους του 1900-1902», φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού και το 1915 διορίστηκε σχολάρχης στην Κερατιά Αττικής. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Το 1916 επιστρατεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Λήμνο (είχε προηγηθεί η λήξη της Βουλγαρικής ουδετερότητας). Το 1917 διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Πειραιά, και το 1919 έφυγε με υποτροφία για μετεκπαίδευση στην αισθητική και τη νεοελληνική φιλολογία στο Παρίσι. Η εκεί παραμονή του σηματοδότησε την ιδεολογική προσχώρησή του στο μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό, καρπός της οποίας στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου η υποτροφία του διακόπηκε και ο Βάρναλης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου στις αρχές του 1821 διορίστηκε καθηγητής στο Γ΄ Γυμνάσιο του Πειραιά. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας (δέυτερη αναθεωρημένη έκδοση πραγματοποίησε το 1933). Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το φθινόπωρο του 1923 μετά από ανάκληση της διακοπής της υποτροφίας του ξαναπήγε στο Παρίσι, όπου έμεινε στο σπίτι του φίλου του χαράκτη Γιάννης Κεφαληνού. Το 1924 γύρισε στην Αθήνα και δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Ένα χρόνο αργότερα σημειώθηκε η κριτική διαμάχη του Βάρναλη με τον Γιάννη Αποστολάκη. Ο Βάρναλης δημοσίευσε το δοκίμιο Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, αντιτιθέμενος στην ιδεαλιστική ποιητική θεωρία που είχε εκφράσει ο Αποστολάκης στο έργο του Η ποίηση στη ζωή μας. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, αρχικά προσωρινά και στη συνέχεια οριστικά, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ως παράδειγμα της αντεθνικής δράσης των μεταρρυθμιστών Παιδαγωγών ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 επέστρεψε στην Αθήνα και τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη . Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα μαζί με το Γληνό και μετά από εντολή του Κονδύλη εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Παρέμεινε πιστός στην ιδεολογία του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου, το 1856 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Πέθανε το Δεκέμβρη του 1974. Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Οργή Λαού, γραμμένη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και τα Φιλολογικά Απομνημονεύματα, συγκεντρωτικός τόμος δημοσιευμάτων του στην εφημερίδα Ανεξάρτητος από το Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο του 1935. Η πορεία του Βάρναλη στο χώρο της ποίησης ξεκίνησε το 1904, όταν εξέδωσε τις Κηρύθρες, την πρώτη του ποιητική συλλογή με πρόλογο του Στέφανου Μαρτζώκη. Στα πρώτα του βήματα συμπορεύτηκε πνευματικά με τον Άγγελο Σικελιανό και το Νίκο Καζαντζάκη με έντονες επιρροές από το ρέυμα του παρνασσισμού και τις διονυσιακές και ανθρωπιστικές ιδέες. Με τον Προσκυνητή πέρασε σε μια νέα ιδεολογική κατεύθυνση και υιοθέτησε ένα μεσσιανικό πρότυπο της ποιητικής ιδιότητας, ενώ με το Φως που καίει σηματοδοτήθηκε η τελευταία ιδεολογική του μεταστροφή, αυτή τη φορά προς την κοινωνικά και πολιτικά στρατευμένη λογοτεχνία με τη παράλληλη όμως παρουσία σατιρικών, λυρικών, δραματικών και συμβολιστικών στοιχείων. Ο τελευταίος αυτός προσανατολισμός του τον συνόδεψε σ’ όλη τη ζωή του και κυριαρχεί ��αι στα κριτικά του κείμενα. Γενικά το έργο του Βάρναλη αντικατοπτρίζει τη δεκτικότητά του απέναντι σε νέες ιδέες και η συνύπαρξη αντιθετικών στοιχείων στο έργο του αποτελεί έναν από τους λόγους της ιδιαίτερης γοητείας του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Βάρναλη, βλ. Μαλάνος Τίμος, «Βάρναλης Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας12, σ.731-738. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μιχαηλίδη Θεανώ Ν., «Βάρναλης Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Παπαγεωργίου Κώστας Γ., «Εργο-βιογραφικό χρονολόγιο του Κώστα Βάρναλη», Διαβάζω88, 22/2/1984, σ.6-11. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Βλαστός Πέτρος

Πέτρος Βλαστός (Καλκούτα, 1879 - Λίβερπουλ, 1941). Ο Πέτρος Βλαστός γεννήθηκε το 1879 στην Καλκούτα των Ινδιών, γιος του Θεόδωρου Βλαστού και της Μαριέττας Ράλλη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 1901 ως το 1919 εργάστηκε στο υποκατάστημα του εμπορικού οίκου Ράλλη στις Ινδίες. Στη συνέχεια (1919-1928, οπότε ο οίκος Ράλλη πουλήθηκε σε ξένη εταιρεία) μεταφέρθηκε στα γραφεία του ίδιου οίκου στο Λίβερπουλ, όπου έζησε ως το θάνατό του. Από το 1928 ως το τέλος της ζωής του αφοσιώθηκε στη συγγραφική του δραστηριότητα. Το 1908 παντρεύτηκε την κόρη του Αλέξανδρου Πάλλη, Αζίζα. Ο Πέτρος Βλαστός ανήκει στους έλληνες της διασποράς που κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας επηρέασαν σημαντικά τα ελληνικά γράμματα. Ειδικότερα ανήκε στον κύκλο του οίκου Ράλλη, που στάθηκε ένα από τα πρώτα και σημαντικότερα κέντρα του ελληνικού δημοτικιστικού κινήματος (στον ίδιο κύκλο ανήκαν ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο Δημήτρης Πετροκόκκινος και ο αδερφός του Βλαστού Αμβρόσιος). Παράλληλα ο Βλαστός διατηρούσε τακτική αλληλογραφία με τον γενάρχη του δημοτικιστικού κινήματος Γιάννη Ψυχάρη. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1904 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής "Της ζωής", με το ψευδώνυμο Έρμονας. Η συλλογή του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους αθηναϊκούς δημοτικιστικούς κύκλους και επαινέθηκε από τον Κωστή Παλαμά. Ακολούθησαν εκδόσεις και δημοσιεύσεις ποιημάτων, διηγημάτων, κριτικών και πολιτικών δοκιμίων, μελετών και ταξιδιωτικών κειμένων. Συνεργάστηκε με έντυπα όπως ο "Νουμάς", τα "Γράμματα" (Αλεξάνδρειας), τα "Κυπριακά Γράμματα", τα "Ελληνικά Φύλλα", τα "Χιώτικα Χρονικά" και η "Νέα Εστία". Εκτός από τον σαφή γλωσσικό προσανατολισμό του Βλαστού προς τον "καθαρισμό" του Ψυχάρη, στο σύνολο του συγγραφικού έργου του κυριαρχεί η εθνικιστική ιδεολογική του στράτευση, στα χνάρια της θεωρίας του παιδικού του φίλου Ίωνα Δραγούμη υπέρ του διαφωτισμού των Ελλήνων της εποχής του και της ανάδειξης της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού, με την παράλληλη θεώρηση της ιστορικής περιόδου του Βυζαντίου ως φάσης πολιτιστικής οπισθοδρόμησης. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία για τον Πέτρο Βλαστό βλ. Κ.Ι.Β., "Βλαστός Πέτρος", στη "Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια", τ. 7, Αθήνα, Πυρσός, 1929, Μανώλης Γιαλουράκης, "Βλαστός Πέτρος", στη "Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας", τ. 4, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. [1968], Μ. Γ. Μερακλής, "Πέτρος Βλαστός", στο "Η ελληνική ποίηση· ρομαντικοί-εποχή του Παλαμά- μεταπαλαμικοί· ανθολογία-γραμματολογία", Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Αλέξανδρος Αργυρίου, "Βλαστός, Πέτρος", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 2, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, "Πέτρος Βλαστός", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914)", Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και Κάρολος Μητσάκης, Ευδοκία Παραδείση, "Βλαστός Πέτρος", στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Μελαχρινός Απόστολος

Νιρβάνας Παύλος

Ο Παύλος Νιρβάνας (1866-1937, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη), γεννήθηκε στη Μαριούπολη της Ρωσίας, γιος του εμπόρου Κωνσταντίνου Απ. Κουμιώτη από τη Σκόπελο και της Μαριέτας Ιω. Ράλλη από τη γνωστή οικογένεια της Χίου. Σε παιδική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1890) και μετά την αποφοίτησή του κατατάχθηκε στο βασιλικό ναυτικό ως ανθυπίατρος. Η πορεία του ήταν ανοδική και ως το 1922, οπότε παραιτήθηκε με το βαθμό του αρχίατρου είχε διατελέσει πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών. Μετά την παραίτησή του αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Το 1928 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. Από τα μαθητικά του χρόνια έδωσε δείγματα της αγάπης του για τη λογοτεχνία και σε νεαρή ηλικία δημοσίευσε άρθρα στις εφημερίδες του Πειραιά "Σφαίρα" και "Πρόνοια". Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Νιρβάνα στα γράμματα τοποθετείται το 1884, οπότε εξέδωσε την ποιητική συλλογή "Δάφναι εις την 25ην Μαρτίου". Παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα (στις εφημερίδες "Άστυ", "Ακρόπολη" και από το 1905 στην "Εστία" με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος) και κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής ("Τέχνη", "Παναθήναια", "Νέα Εστία", "Το Περιοδικόν μας", "Ασμοδαίος", "Μη χάνεσαι", κ.α.). Σε νεαρή ηλικία πήρε επίσης μέρος στην έκδοση του σατιρικού περιοδικού "Αθήναι" ως μέλος της λογοτεχνικής Συντροφιάς των Δώδεκα. Η δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή είχε τίτλο "Παγά λαλέουσα" (1907) ενώ έγραψε επίσης μελέτες, κριτικά δοκίμια, διηγήματα, θεατρικά έργα και δύο μεταφράσεις από τον Πλάτωνα και τον Κνουτ Χάμσουν. Ο Παύλος Νιρβάνας τοποθετείται τόσο χρονικά όσο και βάσει του συνόλου του έργου του στον κύκλο του Κωστή Παλαμά. Η γραφή του είναι επηρεασμένη από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα του αισθητισμού και συμβολισμού, καθώς και από τη φιλοσοφική σκέψη του Φρειδερίκου Νίτσε, με την οποία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή από τις σελίδες της "Τέχνης" του Κώστα Χατζόπουλου, όπου υπήρξε συνιδρυτής. Αξιόλογα είναι τα κριτικά του δοκίμια, ενώ στο χώρο της πεζογραφίας ασχολήθηκε αρχικά με το διήγημα και στη συνέχεια με το μυθιστόρημα. Στο πεζογραφικό του έργο κυριαρχούν ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, ενώ τα θεατρικά του έργα κινούνται στα πρότυπα της ιψενικής γραφής. Έντονη παρουσιάζεται στο έργο του η επιρροή που δέχτηκε από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Η γλωσσική του έκφραση πέρασε σταδιακά από την καθαρεύουσα σε μια μεικτή γλώσσα και τέλος στη δημοτική, με σταθερό χαρακτηριστικό το εξαιρετικά φροντισμένο ύφος. Το 1928 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλε στην ανάδειξη λογοτεχνών όπως οι Ιωάννης Κονδυλάκης, Σπύρος Μελάς και Γρηγόριος Ξενόπουλος. Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Παύλου Νιρβάνα βλ. Τέλλος Άγρας, "Νιρβάνας Παύλος", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ.18, Πυρσός, 1932 (αναδημοσιεύεται στον τόμο Τέλλος Άγρας, "Κριτικά, Τρίτος τόμος", της σειράς "Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας μας", επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Ερμής, 1984), Γ. Βαλέτας, "Βιογραφικός-χρονολογικός πίνακας", στα "Άπαντα Παύλου Νιρβάνα", τ. Α΄, Αθήνα, 1967, Μ. Γ. Μερακλής, "Παύλος Νιρβάνας", στο "Η ελληνική ποίηση: Ρομαντικοί-εποχή του Παλαμά-μεταπαλαμικοί: ανθολογία, γραμματολογία", Σοκόλης, 1977, Δημήτρης Γιάκος, "Νιρβάνας Παύλος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Χάρη Πάτση, χ.χ., Αλέξανδρος Αργυρίου, "Νιρβάνας Παύλος", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 7. Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μαριάννα Δήτσα , "Παύλος Νιρβάνας", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Θ΄ (1900-1914), Σοκόλης, 1997, και Βασίλης Δ. Αναγνωστόπουλος, Ευδοκία Παραδείση, "Νιρβάνας Παύλος", στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Εκδόσεις Πατάκη, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Αυγέρης Μάρκος

Μάρκος Αυγέρης (1909-1971). Ο Μάρκος Αυγέρης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Ν. Παπαδόπουλου) γεννήθηκε στην Καρίτσα της Ηπείρου, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στα Γιάννενα και το 1901 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1907 και άσκησε το επάγγελμα του γιατρού σε ιδιωτικές κλινικές. Το 1912 στρατεύτηκε ως έφεδρος γιατρός και η θητεία του διήρκεσε συνολικά έξι χρόνια με διακοπές ως το 1922. Το 1927 διορίστηκε στο Υπουργείο Παιδείας. Το 1929 έφυγε για μετεκπαίδευση στο Παρίσι, όπου ειδικεύτηκε στην επαγγελματική υγιεινή και στη συνέχεια έφυγε για τη Γερμανία όπου μελέτησε το θεσμό των κοινωνικών ασφαλίσεων, για την εισαγωγή του οποίου στην Ελλάδα εργάστηκε μετά την επιστροφή του. Το 1926 τοποθετήθηκε στο Υπουργείο Εργασίας ως επιθεωρητής επαγγελματικής υγιεινής, θέση από την οποία απομακρύνθηκε το 1947 για πολιτικούς λόγους· ήδη πριν την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά ο Αυγέρης είχε ενταχτεί στο χώρο της Αριστεράς και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, παραμένοντας πιστός στην ιδεολογία του ως το τέλος της ζωής του. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και πέθανε στην Αθήνα. Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων πραγματοποίησε το 1904 από τις στήλες του Νουμά όπου δημοσίευσε το ποίημα Η βάβω η Τασιά. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το θεατρικό έργο Μπροστά στους ανθρώπους που παραστάθηκε από τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά Ηγησώ, Παναθήναια, Παν, Οι νέοι, Ακρίτας και άλλα. Η ποιητική του παραγωγή διακρίνεται σε δυό περιόδους τη νεανική και την όψιμη, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει ένα μεγάλο χρονικό κενό από το 1908 ως το 1969, οπότε εκδόθηκε εκτός εμπορίου η συλλογή του Αντίδρομα και Παράλληλα, θεωρούμενη από τη λογοτεχνική κριτική ως η σημαντικότερή του, με ποιήματα γραμμένα τα περισσότερα μετά το 1960. Το νεανικό του έργο τοποθετείται στο χώρο του ιδεαλισμού και της παράδοσης της σολωμικής ποίησης όπως αξιοποιήθηκε από τους ποιητές του μεσοπολέμου στην Ελλάδα (Σικελιανός, Βάρναλης, Μελαχρινός κ.α.). Στην όψιμη περίοδό του στράφηκε προς τη νεωτερική ποίηση και ανανέωσε τα εκφραστικά του μέσα και τον προσανατολισμό του, διατηρώντας ωστόσο αναλοίωτη τη βάση της ποιητικής του οπτικής. Παράλληλα ο Αυγέρης ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική κριτική κινούμενος στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεωρίας της λογοτεχνίας, ενώ σημαντικό είναι το λογοτεχνικό και θεατρικό μεταφραστικό του έργο. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μάρκου Αυγέρη, βλ. Αλέξανδρος Αργυρίου, "Αυγέρης Μάρκος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 2, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Αλέξης Ζήρας, "Αυγέρης Μάρκος" στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, εκδόσεις Πατάκη, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Γκόλφης Ρήγας

Ρήγας Γκόλφης (1886-1958). Ο Ρήγας Γκόλφης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Δημητριάδη) γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε στη συνέχεια ως συμβολαιογράφος. Συνεργάστηκε με το περιοδικό ο Νουμάς, στις σελίδες του οποίου δημοσίευσε αρχικά νομικά κείμενα και στη συνέχεια την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Τα τραγούδια του Απρίλη (1909). Ακολούθησε η δεύτερη ποιητική συλλογή Ύμνοι, στην οποία ανιχνεύονται στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού σοσιαλιστικού προσανατολισμού. Στις επόμενες συλλογές του στράφηκε προς μια έντονα ερωτική και αισθησιακή γραφή. Η ποίηση του Γκόλφη κινήθηκε γενικότερα στα χνάρια της σχολής του Παλαμά και πρόβαλε τη δημοτικιστική γλωσσική έκφραση. Πέθανε στην Αθήνα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ρήγα Γκόλφη βλ. Λυγίζος Μήτσος, «Γκόλφης Ρήγας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 5. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. , Μερακλής Μ.Γ., «Ρήγας Γκόλφης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.498-499. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και χ.σ., «Γκόλφης Ρήγας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Εφταλιώτης Αργύρης

Ο Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923) (ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη) γεννήθηκε στο Μόλυβο της Λέσβου, γιος του δασκάλου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη. Στη γενέτειρά του πέρασε τα παιδικά και μαθητικά χρόνια του και πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο ιδιωτικό σχολείο του πατέρα του. Το 1866 πέθανε ο πατέρας του και ο δεκαεφτάχρονος τότε Αργύρης ανέλαβε να συνεχίσει τη διδασκαλία των συμμαθητών του ως το τέλος της χρονιάς. Το 1866 ξενιτεύτηκε λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η οικογένειά του. Εργάστηκε αρχικά στην Πόλη, κοντά στον τραπεζίτη αδερφό της μητέρας του και κατόπιν στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Αλέξανδρο Πάλλη και τον Δ.Π.Πετροκόκκινο και εντάχτηκε στον πυρήνα του δημοτικιστικού κινήματος. παράλληλα υπήρξε ενεργό μέλος του ελληνικού φιλολογικού συλλόγου Λόγιος Ερμής του Μάντσεστερ, πραγματοποίησε ομιλίες, μελέτησε τους αρχαίους έλληνες κλασικούς, καθώς επίσης άγγλους και γάλλους λογοτέχνες και μπήκε σε λόγιους και λογοτεχνικούς κύκλους. Η εμπορική του σταδιοδρομία στην Αγγλία υπήρξε επιτυχημένη και σύντομα άνοιξε κατάστημα με τη δική του επωνυμία. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 1870-1880 προσλήφθηκε στον εμπορικό οίκο των αδελφών Ράλλη και εγκαταστάθηκε στο Λίβερπουλ. Εκεί παντρεύτηκε την Ελισσάβετ Γκράχαμ. Στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας ταξίδεψε σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας και στη Βομβάη των Ινδιών με έξι ενδιάμεσες επισκέψεις στην Ελλάδα ως το τέλος της ζωής του. Το 1891 επισκέφτηκε το Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Ψυχάρη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του κλονίστηκε η ψυχική υγεία του και αποσύρθηκε στο Cab d' Antibes της Γαλλίας, όπου πέθανε σε ηλικία 74 χρόνων. Η είσοδος του Εφταλιώτη στο χώρο της λογοτεχνίας τοποθετείται χρονικά γύρω στο 1869 με μεταφράσεις ποιημάτων και συγγραφή πρωτοτύπων ποιητικών έργων σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως η Ελληνική Βιβλιοθήκη. Ακολούθησαν μεταφράσεις έργων των Μπάιρον και Μακώλεϋ. Το 1889 με προτροπή του Αλέξανδρου Πάλλη που στάθηκε στενός φίλος και πνευματικός οδηγός του πήρε μέρος στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό με τη συλλογή του Τραγούδια ξενιτευμένου, που τιμήθηκε με έπαινο. Τον επόμενο χρόνο πήρε ξανά μέρος στον ίδιο διαγωνισμό με τις συλλογές Ο καθρέφτης του πύργου μου και Αγάπης λόγια, δε βραβεύτηκε ωστόσο, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση μεταξύ άλλων και του Παλαμά, ο οποίος επαίνεσε το έργο του Εφταλιώτη, απέδωσε την αδικία κατά του ποιητή στο ότι η γλώσσα του ήταν δημοτική και εναντιώθηκε στον τότε εισηγητή της κριτικής επιτροπής του Φιλαδέλφειου Άγγελο Βλάχο. Ο Εφταλιώτης συνέχισε να γράφει ποιήματα, όχι όμως συστηματικά. Από το 1891 στράφηκε συστηματικά προς την πεζογραφία, καλλιεργώντας τη δημοτική γλώσσα και εμμένοντας θεματικά στον πόνο της ξενιτιάς και τη λαχτάρα των ξενιτεμένων για την πατρίδα. Το πιο χαρακτηρηστικό πεζογράφημά του είναι οι Νησιώτικες ιστορίες, που εκδόθηκαν το 1894 και αποτελούν συλλογή ηθογραφικών διηγημάτων που δημοσίευε από το 1889 στην Εστία. Το 1900 εξέδωσε τη Μαζώχτρα και το Βουρκόλακα το μοναδικό θεατρικό έργο του (εμπνευσμένο από το τραγούδι Του νεκρού αδελφού και με στόχο την ανανέωση της νεοελληνικής δραματουργίας με θέματα από τη σύγχρονη ιστορία). Στη Μαζώχτρα ο Εφταλιώτης αποπειράται ένα πέρασμα από την απλή ηθογραφία στην ψυχογραφική διείσδυση. Έγραψε επίσης ένα μυθιστόρημα το Ο Μανόλης ο Ντελμπεντέρης. Παράλληλα από το 1892 ασχολήθηκε με τη διδακτική πεζογραφία και τις ιστορικές μελέτες, εκδίδοντας την Ιστορία της Ρωμιοσύνης (1901) και τα Ιστορικά ξεγυμνώματα (1908). Το 1914 ξεκίνησε να μεταφράζει την Οδύσσεια του Ομήρου, έργο που έμεινε ανολοκλήρωτο λόγω του θανάτου του. Τη συνέχισή του (ραψωδίες φ΄ - ω΄) ανέλαβε ο Νικόλαος Ποριώτης. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αργύρη Εφταλιώτη βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Εφταλιώτης Αργύρης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Θωμαΐδου- Μώρου Μάρθα , «Εφταλιώτης Αργύρης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Μερακλής Μ.Γ., «Αργύρης Εφταλιώτης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.262-265. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και Παγανός Γ.Δ. «Αργύρης Εφταλιώτης», Η παλαιότερη πεζογραφική μας παράδοση · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Η΄ (1880-1900). Αθήνα, Σοκόλης, 1997. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Ουράνης Κώστας

Κώστας Ουράνης (1890-1953). Ο Κώστας Ουράνης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νέαρχος. Ο πατέρας του Νικόλαος Νέαρχος καταγόταν από την Κυνουρία και η μητέρα του Αγελική το γένος Γιαννούση από το Λεωνίδιο Αρκαδίας, όπου ο Ουράνης πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη (Ροβέρτειος Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου). Το 1908 ήρθε στην Αθήνα και συνεργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα με την Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη, προτίμησε όμως την κοσμοπολίτικη ζωή, μπήκε στους κύκλους των μποέμ και προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύτηκε δυο χρόνια στην Ελβετία σε σανατόριο του Νταβός. Εκεί γνώρισε την πρώτη του γυναίκα Μανουέλα Σαντιάγκο από την Πορτογαλία, με την οποία χώρισε αργότερα και γύρω στο 1930 παντρεύτηκε την Ελένη Νεγρεπόντη, συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας, γνωστή με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος. Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισαβόνα και επέστρεψε τέσσερα χρόνια αργότερα στην Αθήνα, όπου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος (διευθυντής στον Ελεύθερο Λόγο, συνεργάτης στο Νουμά, τη Δάφνη, τον Καλλιτέχνη, τα Γράμματα (Αλεξάνδρειας), τη Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), τη Μούσα, το Ελεύθερο Βήμα, τον Ελεύθερο Λόγο, τον Εθνικό Κήρυκα της Αμερικής κ.α. ). Ταξίδεψε πολύ, όμως η κατάσταση της υγείας του που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ και επιδεινώθηκε μετά τη γερμανική κατοχή τον ανάγκασε να περιοριστεί στην Αθήνα. Πέθανε το 1953 από καρδιακή προσβολή στο σανατόριο Παπανικολάου. Η αγάπη του Κώστα Ουράνη για τη λογοτεχνία χρονολογείται από τη νεανική ηλικία του. Μαθητής ακόμα στη Ροβέρτειο Σχολή έγραψε ένα ποίημα για την καταστροφή της Αγχιάλου και το 1908 εμφανίστηκε στις στήλες του περιοδικού Ελλάς. Η επίσημη εμφάνιση του όμως στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1909, όταν δημοσίευσε τη νεανική ποιητική συλλογή του Σαν Όνειρα, την οποία αποκήρυξε αργότερα, θεωρώντας ως πρώτη δημιουργία του τη συλλογή Spleen, που τύπωσε το 1912. Ακολούθησαν οι Νοσταλγίες (1920) και οι Αποδημίες, ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες, και συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά μετά το θάνατο του ποιητή στην έκδοση Ποιήματα του 1953. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία (Αχιλλεύς Παράσχος), την ταξιδιωτική λογοτεχνία (Sol y sombra, Σινά, το θεοβάδιστον Όρος, Γλαυκοί δρόμοι , Ταξίδια στην Ελλάδα και άλλα), το χρονογράφημα, τη συνέντευξη, ενώ εξέδωσε επίσης την κριτική μελέτη Κάρολος Μπωντλαίρ (1918). Ο Ουράνης τοποθετείται ανάμεσα στους λεγόμενους παρακμιακούς ή νεορομαντικούς έλληνες ποιητές του Μεσοπολέμου (Καρυωτάκης, Άγρας, Λαπαθιώτης, Κλέων Παράσχος και άλλοι) και καθοριστική ήταν η επίδραση που δέχτηκε από το Μπωντλαίρ. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονες συμβολιστικές επιρροές με κυρίαρχο τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, το μελαγχολικό τόνο, το αίσθημα της ανεκπλήρωτης ευτυχίας, της νοσταλγίας, της πλήξης και τη διάθεση φυγής, η οποία όμως υπονομεύεται από μια ρεμβαστική νωχελικότητα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Ουράνη βλ. Άγρας Τέλλος, «Ουράνης Κώστας», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 19. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Αργυρίου Αλεξ., «Ουράνης Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, «Κώστας Ουράνης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.316-363. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Σταμέλος Δημήτρης, «Ουράνης Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη - Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Σικελιανός Άγγελος

Άγγελος Σικελιανός (1884-1951). Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα, γιος του Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας το γένος Στεφανίση. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε κοντά στον πατέρα του. Στη Λευκάδα ολοκλήρωσε το Δημοτικό σχολείο, το Ελληνικό Σχολείο και το Γυμνάσιο. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του άρχισε η πρώτη ενασχόλησή του με την ποίηση. Το 1901 έφυγε για την Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Στην Αθήνα ήρθε σ' επαφή με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου όπου δούλεψε ως ηθοποιός. Το 1902 πραγματοποίησε τις πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, ανάμεσά τους ο Διόνυσος και τα Παναθήναια, ενώ ένα χρόνο αργότερα συνεργάστηκε με το Νουμά. Το 1904 ξεκίνησε την πορεία του προς μια πιο μεγαλόπνοη ποιητική γραφή μέσα από τις σελίδες του Ακρίτα και ένα χρόνο αργότερα έφυγε για τη Λιβύη, όπου έγραψε τον "Αλαφροΐσκιωτο", που εκδόθηκε το 1909 γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Το 1906 επέστρεψε στη Λευκάδα. Τότε άρχισε η συμβίωσή του με την Εύα Πάλμερ, την οποία είχε γνωρίσει το 1905 στο σπίτι της αδερφής του Πηνελόπης και παντρεύτηκε το 1907 στην Αμερική. Μετά το γάμο το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γνωρίστηκε με τους φιλολογικούς κύκλους. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε ο γιος τους Γλαύκος. Το 1910 ο Σικελιανός πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου και τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε το Δελφικό Ύμνο και έφυγε με τη σύζυγό του για το Παρίσι όπου παρακολούθησαν παράσταση αρχαίου δράματος από το ζεύγος Ντόνκαν. Τον ίδιο χρόνο πέθανε ο πατέρας του. Στις αρχές του 1912 επισκέφτηκε ξανά το Παρίσι. Τον ίδιο χρόνο στρατεύτηκε στους Βαλκανικούς πολέμους. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα το 1913 εξακολούθησε να δημοσιεύει ποιήματα στο Νουμά ως το Νοέμβριο του 1914, οπότε γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη, με τον οποίο συνδέθηκε με βαθιά φιλία, και αναχώρησε μαζί του για το Άγιο Όρος και για μια περιήγηση ανά την Ελλάδα. Μαζί με τον Καζαντζάκη τέθηκαν το 1915 με το μέρος του Βενιζέλου κατά τη ρήξη του έλληνα πολιτικού με το Παλάτι. Το 1917 πέθανε η αδερφή του Πηνελόπη. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου επισκέφτηκε την Πραστοβά της Μάνης μαζί με τον Καζαντζάκη και το 1919 την Ολυμπία και την Επίδαυρο. Το 1920 έμεινε με τη σύζυγό του στη Συκιά Κορινθίας και το 1921 έφυγε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Επέστρεψε στη Συκιά και την ίδια χρονιά στράφηκε προς μια ολοκληρωμένη σύλληψη της Δελφικής Ιδέας, υπό την επίδραση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, των επιπτώσεων του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και της έκρηξης της Ρωσικής Επανάστασης. Το καλοκαίρι του 1922 έφυγε για την Αγόριανη, όπου μελέτησε την πρακτική εφαρμογή της Δελφικής Ιδέας και πληροφορήθηκε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τον επόμενο χρόνο έδωσε είκοσι διαλέξεις στη Νομική Σχολή με θέμα τη έκφραση της ιδέας της παγκόσμιας ειρήνης και αδελφοσύνης ανά τους αιώνες. Το 1924 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στους Δελφούς όπου συνέχισαν την προεργασία για την υλοποίηση της Δελφικής Ιδέας. Στους Δελφούς τάφηκε η μητέρα του που πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Ο Σικελιανός είχε νωρίτερα προσκαλέσει διανοούμενους από όλο τον κόσμο στο μελλοντικό Διεθνές Κέντρο των Δελφών. Τον Ιούνιο απήγγειλε την Ωδή στο Βαλαωρίτη κατά τη διάρκεια του εορτασμού των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ποιητή στη Λευκάδα. Το Μάιο του 1927 εγκαινιάστηκαν οι Δελφικές γιορτές που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και είχαν απήχηση στο εξωτερικό. Δυο χρόνια αργότερα στην Ιόνιο Ανθολογία δημοσιεύτηκε άρθρο που πρότεινε το Σικελιανό για το βραβείο Νόμπελ και η Ακαδημία Αθηνών τίμησε το ζεύγος Σικελιανού για την αναβίωση των Δελφικών Εορτών. Το 1930 πραγματοποιήθηκαν οι δεύτερες Δελφικές Εορτές με την παρουσία πολιτικών παραγόντων και εξίσου μεγάλη επιτυχία με τις πρώτες. Κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων χρόνων ιδρύθηκε η Δελφική Ένωση με κρατική μέριμνα, ο Σικελιανός προσκλήθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τον Πωλ Γκονκούρ και τον Πωλ Βαλερύ και επιστρέφοντας στην Ελλάδα εξέδωσε μια εκπαιδευτική διακήρυξη για τη Δελφική Ένωση και το βιβλίο Δελφική Ιδέα· Ένα προανάκρουσμα. Το 1933 πραγματοποιήθηκαν δυο παραστάσεις της τραγωδίας του Σικελιανού Ο Διθύραμβος του Ρόδου σε σκηνοθεσία δική του με τη συνεργασία της Εύας. Τον επόμενο χρόνο έγιναν κάποιες κρατικές προσπάθειες για την ίδρυση του Δελφικού Κέντρου, οι οποίες όμως δεν ολοκληρώθηκαν. Στο Παρίσι ο Λουί Ρουσσέλ πρόβαλε το όνομα του Σικελιανού με μια σειρά άρθρων στο περιοδικό Libre. Το 1936 ο Σικελιανός εξέδωσε με διακήρυξη για την οργάνωση των Δελφικών Εορτών και του Δελφικού πνευματικού κέντρου. Το 1938 γνωρίστηκε με την Άννα Καραμάνη την οποία παντρεύτηκε στην Ελευσίνα το 1940. Τον ίδιο χρόνο έγραψε τη "Σίβυλλα". Με τη δεύτερη γυναίκα του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ταξίδεψε στην Αίγινα. Το 1943 απήγγειλε το ποίημα "Ηχήστε οι σάλπιγγες" κατά τη διάρκεια της κηδείας του Κωστή Παλαμά. Το 1944 άρχισε να έχει προβλήματα υγείας. Το 1946 προτάθηκε δυο φορές από την Εταιρεία Ελλήνων λογοτεχνών για το βραβείο Νόμπελ, τη δεύτερη από κοινού με τον Καζαντζάκη, και μαζί με τον τελευταίο προσφώνησαν τον Πωλ Ελυάρ στην τιμητική υποδοχή του στην Αθήνα. Το 1947 εκλέχτηκε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και προτάθηκε ξανά - αυτή τη φορά από ομάδα ευρωπαίων συγγραφέων - για το βραβείο Νόμπελ. Το 1950 έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση και πέθανε το 1951. Το λογοτεχνικό έργο του Σικελιανού υπηρέτησε τη μεγαλόπνοη κοσμοθεωρία του για το ρόλο του ποιητή ως θιασώτη και ιεραπόστολου μιας θρησκευτικής ιδεολογίας, η οποία ενσωματώνοντας την παράδοση της πορείας του κόσμου μέσα στους αιώνες οραματίζεται την επανασύνδεση του ανθρώπου με τον αρχετυπικό Μύθο της ενιαίας ψυχοσωματικής υπόστασης. Στο θεωρητικό αυτό στοχασμό ο Σικελιανός υπέταξε τα εκφραστικά του μέσα. Υιοθέτησε μια προ- και αντι- λογική έκφραση τόσο στην ποίηση, όσο και στις τραγωδίες του και αφομοίωσε ποικίλες πνευματικές επιδράσεις. Στα κείμενά του συνυπάρχουν στοιχεία που παραπέμπουν στα ρεύματα του ρομαντισμού, του αισθητισμού, του συμβολισμού αλλά και στους αρχαίους έλληνες ορφικούς και προσωκρατικούς φιλοσόφους. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Άγγελου Σικελιανού βλ. Anton John P., «Σικελιανός Άγγελος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α΄. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Τετράδια Ευθύνης 11. Αθήνα, 1980. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Σουρής Χ. Γεώργιος

Γεώργιος Σουρής (1853-1919). Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στη Σύρο και καταγόταν από τη μεριά του πατέρα του από τα Κύθηρα και από τη μεριά της μητέρας του από τη Χίο. Η οικογένειά του φιλοδοξούσε να σπουδάσει ο Γεώργιος θεολογία, οι οικονομικές συνθήκες ζωής τους όμως δεν το επέτρεψαν. Παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του και μαθήματα γυμνασίου στην Αθήνα ως το 1870, οπότε τέλειωσε το σχολείο και έφυγε για τρεις μήνες στο Ταγκαρόγκ της Ρωσίας για να εργαστεί ως υπάλληλος σιτεμπόρου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα στράφηκε προς το χώρο του θεάτρου, συμμετέχοντας σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θιάσων (σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων είχε συμμετάσχει σε μια παράσταση τραγωδίας στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού). Η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία ξεκίνησε γύρω στο 1872, όταν δημοσίευσε ποιήματα στο περιοδικό Φως. Ακολούθησε το 1873 η έκδοση της ποιητικής συλλογής Συλλογή Λυρικών Ασμάτων και της κωμωδίας Από γαμβρός παράνυμφος, ενώ σταθμός στην πορεία του υπήρξε η έκδοση της σατιρικής ποιητικής συλλογής του Τα τραγούδια μου, που τιμήθηκε με έπαινο στο Βουτσιναίο διαγωνισμό το 1876. Το 1879 ξεκίνησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, από την οποία δεν κατόρθωσε όμως να αποφοιτήσει, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε σε περιοδικά και εφημερίδες (Αριστοφάνης, Ραμπαγάς, Αρχίλοχος). Το 1881 παντρεύτηκε τη Μαρία Κωνσταντινίδου. Το σπίτι τους στην οδό Πινακωτών 15 (σημερινή Χαρ.Τρικούπη) υπήρξε ένα από τα γνωστότερα αθηναϊκά φιλολογικά σαλόνια. Συνέχισε να δημοσιεύει και να εκδίδει ποιήματα ως το 1902, από τα οποία αξίζει να αναφερθούν οι σατιρικές συνθέσεις του Φασουλής φιλόσοφος και Δον Ζουάν που ανήκουν στην εξάτομη ποιητική συλλογή του Ποιήματα (1882-1902). Το πιο γνωστό έργο του Σουρή ωστόσο είναι η έκδοση του έμμετρου εβδομαδιαίου σατιρικού περιοδικού Ο Ρωμηός, που πρωτοκυκλοφόρησε στις 2 Απριλίου του 1883 και διήρκεσε με δύο προσωρινές διακοπές ως τις 17 Νοεμβρίου του 1918. Στο Ρωμηό έγραφε σχεδόν αποκλειστικά μόνο ο Σουρής (εξαίρεση αποτέλεσαν κάποια άρθρα του Δημητρίου Κόκκου στα πρώτα φύλλα). Η σάτιρα των άρθρων του στρεφόταν κατά πάντων, ακόμη και ισχυρών κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων. Ενδεικτική είναι η δίωξη που υπέστη ο Σουρής το 1897 με αφορμή σατιρικούς του προσώπου της βασίλισσας Όλγας στίχους του. Το 1886 παρασημοφορήθηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη και το 1906 προτάθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Το 1915 τιμήθηκε με το βασιλικό μετάλλιο των Γραμμάτων και των Τεχνών. Παράλληλα δεν έπαψε να ασχολείται με το θέατρο. Έγραψε έμμετρα θεατρικά έργα, κάποια από τα οποία (όπως η Χειραφέτησις, η Περιφέρεια και το Δεν έχει τα προσόντα) παραστάθηκαν με επιτυχία και πραγματοποίησε μια έμμετρη μετάφραση της κωμωδίας του Αριστοφάνη Νεφέλαι, η οποία ανέβηκε στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών το 1900 και στην Αίγυπτο το 1901 με δική του σκηνοθεσία. Στο τεράστιο σε όγκο έργο του περιλαμβάνονται επίσης άρθρα και δημοσιεύματα στα Ημερολόγια του Ρωμηού. Ο Γεώργιος Σουρής υπήρξε πολύ δημοφιλής στο πλατύ κοινό, λόγω του ευφυούς ευθυμογραφικού περιεχομένου των κειμένων του και της γλώσσας του, που αποτελεί μείγμα δημοτικής με τύπους της καθαρεύουσας. Η κριτική, σύγχρονή του και μεταγενέστερη διχάστηκε σε αμφισβητίες (όπως οι Παλαμάς και Ψυχάρης) και υποστηρικτές του (όπως ο Ξενόπουλος και ο Μάρκος Αυγέρης). Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα δημοσιεύματα Βαλέτας Γ.Μ., "Σουρής Γεώργιος", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 22. Αθήνα, Πυρσός, 1933, Γιαλουράκης Μανώλης, "Σουρής Γεώργιος", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. , Μερακλής Μ.Γ., "Γεώργιος Σουρής", Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.406-409. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και Σολωμού Αλίκη "Σουρής Γεώργιος", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.


Μόνο συνδεδεμένοι πελάτες που έχουν αγοράσει αυτό το προϊόν μπορούν να αφήσουν μία αξιολόγηση.